*Του Παντελή Καραλευθέρη
Μέλος Διοικητικού Συμβουλίου ΔΕΗ
Εκπρόσωπος Εργαζομένων
Μάρτιος 2020
Παρακολουθώντας το ετήσιο δελτίο του Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού, εντυπωσιάζομαι για μία ακόμη χρονιά από την θεαματική άνοδο της συμμετοχής του Φ.Α. στο μείγμα παραγωγής.
Από τα στοιχεία φαίνεται πως η ΑΝΤΕ PORTAS οριστική μείωση της λιγνιτικής παραγωγής, είναι ήδη πραγματικότητα και καθίσταται απορίας άξιο, ποιο θα είναι το αντικείμενο της απολιγνιτοποίησης μετά το 2024.
Ας δούμε τα τελευταία στοιχεία.
Το φυσικό αέριο πρωταγωνίστηκε και το 2019 στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, λόγω της ανταγωνιστικής τιμής του.
Η τάση μείωσης της τιμής του, ενισχύθηκε περεταίρω, από τις εισαγωγές σχιστολιθικού αερίου, οι οποίες πίεσαν τον ανταγωνισμό στο αέριο, με αποτέλεσμα να πέσουν οι τιμές αγορών.
H μείωση των τιμών του φυσικού αερίου σε συνδυασμό με την εκτόξευση των τιμών αγοράς δικαιωμάτων ρύπων, που επιβάρυνουν τον λιγνίτη, κατέστησαν μόνιμη την συμμετοχή του φυσικού αερίου στο μείγμα σε ποσοστό άνω του 32%.
Αρνητικά εντυπωσιακή αλλά όχι ανεξήγητη είναι και η αύξηση των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας το 2019 κατά 14%, αναλογώντας έτσι στο 24% του φορτίου, σε συνδυασμό με την μείωση των εξαγωγών κατά 44%.
Η εξήγηση βρίσκεται στο γεγονός, ότι η λιγνιτική παραγωγή των όμορων χώρων, δεν υπόκειται σε φορολόγηση ρύπων, με αποτέλεσμα να είναι ανταγωνιστικότερη της λιγνιτικής της ΔΕΗ.
Έτσι στο όνομα της βελτίωσης του περιβάλλοντος, διατηρείται σταθερά η στρέβλωση, της εισαγωγής φθηνότερης λιγνιτικής ηλεκτρενέργειας από όμορες χώρες, με αποτέλεσμα να καθίσταται μη ανταγωνιστικός ο ελληνικός λιγνίτης.
Συμπερασματικά παρατηρούμε λοιπόν, πως η συμμετοχή του φυσικού αερίου σταθεροποιήθηκε πλέον σε όρια άνω του 30% αυξανόμενη κατά 13% και
το εθνικό μας καύσιμο ο λιγνίτης κατέρρευσε κυριολεκτικά μειούμενος κατά 32%.
Η ενιαία εικόνα δείχνει πως το Φ.Α. πήρε το 32,39% του φορτίου,
οι εισαγωγές το 23,48%
οι Α.Π.Ε το 19,58%
οι λιγνίτες το 19,46%
και τα νερά το 5,09%
Η μείωση του λιγνίτη κατά 32% όπως και των νερών κατά 40% είναι εφιαλτική για τα οικονομικά της ΔΕΗ αλλά και για την εθνική οικονομία, ειδικά αν αναλογισθεί κανείς ότι το κενό καλύφθηκε, από την αύξηση της συμμετοχής του φυσικού αερίου κατά 13% και των εισαγωγών κατά 14% με ότι αυτό σημαίνει για την εξαγωγή συναλλάγματος.
Ουσιαστικά ο λιγνίτης το 2019 περιορίσθηκε στην πέμπτη θέση, ανταγωνιζόμενος τις ΑΠΕ για την τέταρτη.
Όλα αυτά έχουν ήδη συμβεί και στο 2017-18 και 2019 και για τους βασικούς λόγους αυτής της εξέλιξης αναφέρθηκα πιο πάνω.
Με επικείμενο το σχέδιο της απολιγνιτοποίησης το 2024 θα αναρωτιόταν κανείς σε ποια λιγνιτική παραγωγή αυτό θα αναφέρεται.
Οι δεδομένες προϋποθέσεις όπως αυτές ανακοινώθηκαν από την κυβέρνηση και όπως αποτυπώθηκαν στο Ε.Σ.Ε.Κ. για:
- Την αναγκαστική λειτουργία των τηλεθερμάνσεων και
- Την επάρκεια ισχύος για την ασφάλεια της τροφοδοσίας,
επιβάλλουν το ερώτημα,
ποιες λιγνιτικές μονάδες απέμειναν να κλείσουν και εάν, λόγω της ανάγκης επάρκειας δουλεύουν, ποιος θα πληρώνει το κόστος του μη ανταγωνιστικού λιγνίτη;
Αν στην εξίσωση αυτή προστεθεί και η απροθυμία των ιδιωτών, να επενδύσουν σε νέο δυναμικό φυσικού αερίου, πληθαίνουν τα ερωτήματα, για το πραγματικό χρονοδιάγραμμα απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων.
Μετά τις πρώτες δηλώσεις της κυβέρνησης για την απολιγνιτοποίηση και την κατάργηση των ΝΟΜΕ, κατέθεσα την άποψη, πως πρέπει να αναρωτηθούμε σοβαρά για τους λόγους και τις ανάγκες, που επιλέχθηκε η επιθετική προβολή εντός και εκτός της χώρας, μίας απολιγνιτοποίησης που πραγματοποιούνται ήδη θεαματικά.
Τι θα σήμαινε αυτή για την οικονομία, την ΔΕΗ, τους εργαζόμενους, τις τοπικές κοινωνίες, το περιβάλλον, τον εξωτερικό δανεισμό, την ισορροπία στην λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Μία σοβαρή ανάλυση θα κατέληγε ίσως σε κάποια πιο ασφαλή συμπεράσματα ιδιαίτερα για τις κοινωνίες που πλήττονται, έτσι ώστε η βίαιη απολιγνιτοποίηση να μην επιφέρει και μία βίαιη αναγκαστικά και πρόχειρη μετάβαση, η οποία θα συνίσταται μόνον σε μία βιαστική διαχείριση των οποίων κονδυλίων χωρίς σοβαρή ανταπόδοση υπεραξιών στον χρόνο.
Η εξέλιξη αυτή δεν συνιστά επ’ ουδενί μετάβαση με προοπτική.
Για τους φορείς και τις κοινωνίες η εκγρήγορση ήταν και είναι απαραίτητη, η βιασύνη όμως θα είναι καταστρεπτική για μία ακόμη φορά, η οποία βέβαια θα είναι η τελευταία.
Το χρονοδιάγραμμα αποκτά πλέον ιδιαίτερο ενδιαφέρον.