-Γεια σου Χάμπο.
-Καλημέρα Κάκκο. Καφέ ήπιες;
-Όχι ακόμα. Σε περίμενα.
-Πετράκη…καλημέρα…δυο καφέδες.
-Τι νέα, Χάμπο;
-Τίποτα σπουδαιο, Κάκκο. Κάνει μιαν ησυχία, ή είναι η ιδέα μου;
-Κάνει και παρακάνει, Χάμπο. Να μπει ο Σεπτέμβρης, να αρχίσουν τα σχολεία, να μαζευτεί ο κόσμος, να πάρει ζωή ο τόπος βρε αδερφέ! Να κυκλοφορήσει ο κόσμος!
-Πάνω σ’ αυτό που είπες…να κυκλοφορήσει…θα σε ρωτήσω κάτι.
-Ρώτα, Χάμπο, να περάσει κι η ώρα…
-Έχεις παρατηρήσει, Κάκκο, πως δεν κυκλοφορούν πια ανέκδοτα. Όχι μόνο τώρα, αλλά εδώ και καιρό. Δηλαδή, μιλάμε τίποτα…
-Τώρα που το λες, Χάμπο, σα να ‘χεις δίκιο. Έχω ν’ ακούσω καινούριο ανέκδοτο δω και πολύ καιρό!
-Ενώ, θυμάσαι κάτι εποχές, Κάκκο, που κυκλοφορούσαν κατά χιλιάδες;
-Ναι για Χάμπο. Κυκλοφορούσαν τόσο πολλά που δε μπορούσες να συγκρατήσει σχεδόν κανένα. Έλεγε ο ένας ένα, αμέσως έλεγε ο άλλος δύο – τρία. Την άλλη μέρα δε θυμόσουν σχεδόν κανένα.
-Πράγματι. Τώρα, αν θες να πεις κανένα ανέκδοτο, από εκείνα πρέπει να κάτσεις να θυμηθείς κανένα για να το σερβίρεις.
-Ξαναζεσταμένο φαγητό, δηλαδή!
-Ναι για. Δεν είν’ το ίδιο. Τ’ ανέκδοτα πρέπει να είναι φρέσκα. Να είναι σύγχρονα. Να είναι επίκαιρα. Της εποχής! Να σατιρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις της επικαιρότητας.
-Κυρίως, πρέπει να σε κάνουν να γελάς, πρέπει.
-Πρέπει, Κάκκο. Αλλά τι γίναν τα ανέκδοτα; Που πήγαν κρύφτηκαν;
-Έλα ντε;
-Αυτό δεν το καταλαβαίνω. Πως κάποιες εποχές ξεπετιούνται σα τα κουνέλια και άλλοτε κλείνει, θαρρείς, η βάνα και δε ξεμυτίζει ούτε ένα!
-Όπως το λες, Χάμπο. Κλείνει η βάνα. Γιατί, όμως, να κλείνει; Κι απ’ την άλλη, τι την κάνει ν’ ανοίγει; Άραγε, τα ζόρια και οι έγνοιες να κλείνουν τη βάνα;
-Χαπάρ κι εχω, Κάκκο. Μπορεί. Τότε, πάντως, που βγαίναν τ’ ανέκδοτα, η αλήθεια είναι, ο κόσμος είχε παράδες. Γλεντούσε! Άπλα είχαμε!
-Λες γι’ αυτό;
-Δεν ξέρω, Κάκο. Κι απ’ την άλλη, στα μεγάλα ζόρια, παράδειγμα σε λέω, επί χούντας, βγαίναν ανέκδοτα και μάλιστα κρυφά και στόμα – στόμα, κρυφά, κυκλοφορούσαν και πάλι! Μυστήριο πράμα!
-Έτσι όπως το λες είναι, Χάμπο.
-Οι καφέδες σας…
-Πετράκη, να σε ρωτήσω κάτι;
-Ό,τι θες, Κάκκο.
-Εσύ, μήπως ξέρεις που πήγαν κρύφτηκαν τα ανέκδοτα;
-Να σε πω, Κάκκο. Τ’ ανέκδοτα που πήγαν και κρύφτηκαν δεν ξέρω. Ξέρω, όμως, πως αντί για ανέκδοτα, τώρα στο ίντερνετ είναι τα μιμίδια…
-Τα ποια;
-Ας το Κάκκο. Άλλη εποχή. Αλλά τ’ ανέκδοτα του σήμερα. Εκείνα που ξέρεις εσύ, εκείνα τα παλιά…εκείνα πήγαν κρύφτηκαν για τα καλά…