«Τὸ εὐαγγέλιο εἶναι δύσκολο καὶ ἀνεφάρμοστο. Ποιὸς μπορεῖ νὰ κάνη πρᾶξι καὶ ζωή, ὅλα αὐτὰ τὰ ἀκραῖα, τὰ ὁποῖα διδάσκει; Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐφαρμόζονταν, ἀλλὰ σήμερα εἶναι δύσκολο κι ἀκατόρθωτο». Αὐτὰ εἶναι λίγα ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ ἀκούονται καθὼς κηρύττονται οἱ ἀλήθειες τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Βεβαίως δὲν ἀναφερόμαστε στὰ εἰρωνικὰ ἢ στὰ πικρόχολα σχόλια καὶ στὰ κατὰ καιροὺς μὲ πρόγραμμα ἀνακαλυπτόμενα κατὰ Ἰούδαν ψευτοευαγγέλια.
Αὐτὴν τὴν παιδεμένη καὶ κουρασμένη ἀλήθεια, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ εὐαγγέλιο ἐφαρμόζονται, προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξη ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος φέροντας ὡς παράδειγμα τὸν ἀπόστολο Παῦλο.
Λέγει, «Τὶ εἶναι τελικὰ ὁ ἄνθρωπος; Καὶ πόση εἶναι ἡ εὐγένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως; Καὶ πόση ἀρετὴ μπορεῖ νὰ πράξη αὐτὸ τὸ πλάσμα; Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπέδειξε ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ αὐτὴ τὴν στιγμὴ στέκει ἐνώπιον ὅλων τῶν κατηγόρων καὶ μὲ δυνατὴ φωνὴ ἀπολογεῖται ὑπὲρ τοῦ Κυρίου γιὰ τὶς συκοφαντίες. Μᾶς προτρέπει πρὸς τὴν ἀρετή, βουλώνει τὰ ξεδιάντροπα στόματα τῶν βλασφήμων καὶ ἀποδεικνύει, ὅτι δὲν ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, ἐὰν βεβαίως προσέχουμε τοὺς ἑαυτούς μας.
Ὁ Παῦλος δὲν ἦταν φτιαγμένος ἀπὸ ἄλλη πάστα. Δὲν εἶχε ἄλλη ψυχή. Οὔτε κατοικοῦσε σὲ ἄλλον κόσμο. Ἀλλὰ κι αὐτὸς ζοῦσε καὶ ἀνατράφηκε στὴν ἴδια γῆ καὶ πατρίδα καὶ νόμους καὶ συνήθειες. Κι ὅμως κατανίκησε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκαν. Ποῦ λοιπὸν εἶναι ὅσοι λέγουν, ὅτι εἶναι δύσκολο πρᾶγμα ἡ ἀρετὴ καὶ εὔκολο ἡ κακία; Ὁ Παῦλος ἀντικρούει αὐτοὺς λέγοντάς τους. «Ἡ δὲ προσωρινὴ καὶ ἐλαφρὴ θλῖψι μας προετοιμάζει γιὰ μᾶς αἰώνια καὶ ὑπερβολικὰ ὑπερβολικὴ σὲ βαρύτητα δόξα» (Β’Κορινθίους 4,17). Ἂν λοιπὸν οἱ τέτοιου εἴδους θλίψεις εἶναι ἐλαφρές, πολὺ περισσότερο θὰ εἶναι ἐλαφρὲς καὶ οἱ ἡδονὲς ποὺ προέρχονται ἀπ’ αὐτές.
Βεβαίως δὲ εἶναι μόνο αὐτὸ θαυμαστό. Ὅτι δηλαδὴ μὲ τὴν μεγάλη του προθυμία δὲν αἰσθανόταν τοὺς κόπους ποὺ κατέβαλε γιὰ τὴν ἀρετή. Ἀλλὰ οὔτε πάλι ἔπραττε τὴν ἀρετὴ μὲ τὴν προσδοκία τοῦ μισθοῦ. Διότι ἐμεῖς δὲν ἀνεχόμαστε τὸν κόπο ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς οὔτε καὶ μὲ τὴν ἀναμονὴ τῶν μισθῶν. Ὁ Παῦλος ὅμως ἀκόμη καὶ χωρὶς ἔπαθλα τὴν δέχονταν καὶ τὴν ἀγαποῦσε. Ὅσα δὲ θεωροῦνταν ἐμπόδια, τὰ ξεπερνοῦσε μὲ μεγάλη εὐκολία. Δὲν ἔβαζε ὡς δικαιολογία οὔτε τὴν ἀσθένεια τοῦ σώματος, οὔτε δύσκολες περιστάσεις, οὔτε τὴν ἐνόχλησι τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, οὔτε τίποτε ἄλλο ἔφερε ὡς πρόφασι. Ἂν καὶ εἶχε φορτωθῆ μεγαλείτερη φροντίδα ἀπὸ ὅλους τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς βασιλιάδες κι ἀπὸ ὅλα τὰ πλάσματα τῆς γῆς, ὅμως κάθε μέρα ἦταν ἀκμαῖος. Κι ἐνῶ οἱ κίνδυνοι αὐξανόταν, αὐτὸς εἶχε συνεχῶς φρεσκαρισμένη τὴν προθυμία του. Θέλοντας δὲ νὰ φανερώση αὐτό, ἔλεγε, «λησμονῶ ὅσα ἔπραξα, ὡς ἀπόστολος, στὸ παρελθόν, καὶ ἐπεκτείνομαι πρὸς αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ πράξω» (Φιλιππησίους 3,13). Ἐνῶ δὲ περίμενε τὸν θάνατο, προσκαλοῦσε ὅλους νὰ συμμετάσχουν σαὐτὴν τὴν ἡδονή. Ἔλεγε, «νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ χαίρεσθε μαζί μου» (Φιλιππησίους 2,18). Καὶ ὅταν πλησίαζαν κίνδυνοι, ὕβρεις καὶ ὅλη ἡ ἀτιμία πάλι χαίρονταν. Γιαὐτὸ καὶ ἔγραφε στὴν ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους, «γιαὐτὸ καὶ χαίρομαι μὲ τὶς ἀσθένειες, μὲ τὶς ὕβρεις καὶ μὲ τοὺς διωγμούς» (Β’ Κορ 12,10).
Ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνόμασε ὅπλα σωτηρίας δείχνοντας ὅτι καὶ ἀπὸ αὐτὰ μάζευε πολλοὺς καρπούς, καὶ ἀπὸ παντοῦ ἦταν ἀπρόσβλητος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Ὅπου πήγαινε μαστιγωνόταν, ὑβρίζονταν, λοιδοροῦνταν, σὰν νὰ ἔκαμνε παρέλασι σὲ θρίαμβο. Σὲ ὅλη τὴν γῆ, ὅπου βρισκόταν, ἔστηνε συνεχῶς τρόπαια νίκης. Μὲ αὐτὰ στολιζόταν καὶ ὁμολογοῦσε εὐγνωμοσύνη στὸν Θεό. Ἔλεγε, «ἂς εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό, ποὺ πάντοτε μᾶς κάνει νὰ θριαμβεύουμε» (Β’ Κορ 2,14).
ἁγίων Ἀποστόλων
Κυριακὴ 30.6.2019
Χρόνια πολλὰ στοὺς ἑορτάζοντες Ἀποστόλους
ἀρ.νι.μα.