Γράφουν οι: Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης* Δημήτρης Μπατάκης, Μανώλης Καρακώστας
Σε όλες τις χώρες του κόσμου κρίθηκε ενδεδειγμένη η επιβολή lockdowns για την καταπολέμηση της πανδημίας του κορωνοϊού. Ακόμα και χώρες της Άπω Ανατολής, που έχουν εμπειρία στις επιδημίες λόγω παλιότερων σοβαρών λοιμώξεων, οι οποίες είτε δεν είχαν εφαρμόσει lockdown είτε εφάρμοσαν σε μικρότερη κλίμακα από τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου, πλέον αναγκάζονται να προβούν στη χρήση σκληρών μέτρων για την αναχαίτιση του ιού.
Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και σε χώρες της Ευρώπης, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, τη Δανία, οι οποίες προχωρούν σε σκληρότερα lockdowns σε σχέση με αυτά που είχαν εφαρμόσει το προηγούμενο διάστημα. Φαίνεται λοιπόν, πως η επιβολή lockdown είναι κάτι το αναπόφευκτο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Ορισμένοι όμως θα ισχυριστούν πως ναι μεν τα lockdowns είναι πιο αποτελεσματικά για τη μείωση των κρουσμάτων, αλλά πιο επιβλαβή για την οικονομία, ειδικά τα σκληρότερα. Εν πρώτοις, αυτή η σκέψη φαίνεται εύλογη, αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Σύμφωνα με έρευνα της αμερικανικής συμβουλευτικής εταιρείας McKinsey, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και η ανάκαμψη της οικονομίας θα επέλθουν μόνο αν τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία, αφού το 75% των πολιτών θα αισθάνονταν ασφαλείς στις δραστηριότητές τους με την ύπαρξη κάποιας θεραπείας κατά του κορωνοϊού. Άλλωστε, σχεδόν το ήμισυ του ποσοστού μείωσης του ΑΕΠ των ΗΠΑ οφείλεται στο σοκ αβεβαιότητας που επέφερε η πανδημία, συνεπώς το σημείο που πρέπει να στοχεύσουν τα κράτη είναι η εξάλειψη του ιού. Αυτό γιατί, όσο τα κρούσματα μειώνονται τόσο αυξάνεται η κοινωνική δραστηριοποίηση των πολιτών, και συνεπώς επέρχεται η οικονομική ανάπτυξη. Αντιθέτως, όσο τα κρούσματα μαίνονται ή και αυξάνονται οι πολίτες ελαχιστοποιούν τις δραστηριότητές τους, εξ αιτίας του φόβου. Επομένως, η αντιμετώπιση του υγειονομικού κινδύνου αποτελεί προϋπόθεση για μια ισχυρή και διαρκή οικονομική ανάπτυξη, για αυτό μόνο το ΑΕΠ όσων χωρών έχουν περιορίσει τον ιό, θα φτάσει στα επίπεδα του 2019.
Φαίνεται λοιπόν πως για την οικονομική ύφεση δεν ευθύνονται τα lockdowns, αλλά η πανδημία που δημιουργεί αβεβαιότητα. Πολλοί άνθρωποι φοβούνται για το μέλλον τους και για την ενδεχόμενη απώλεια της εργασίας τους, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την καταναλωτική και κοινωνική τους συμπεριφορά. Αυτό προσυπογράφει η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας, η οποία κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος είχε αναγγείλει πως ο κύριος παράγοντας ύφεσης είναι η αβεβαιότητα μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων. Όμως, η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται πολύ παραστατικότερα από το διεθνές παράδειγμα ορισμένων χωρών, εκ του οποίου αποδεικνύεται ότι τα lockdowns έχουν μικρό μερίδιο ευθύνης για την ύφεση της οικονομίας. Για παράδειγμα, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει πολύ μεγαλύτερη μείωση στο ΑΕΠ σε σχέση με την Ιταλία και τη Γερμανία, που είχαν λάβει πολύ πιο σκληρά μέτρα, ενώ η Νέα Ζηλανδία που είχε εφαρμόσει από τα πλέον ισχυρά lockdowns, διαγράφει λίγο μεγαλύτερη ύφεση συγκριτικά με τη Σουηδία που δεν είχε εφαρμόσει lockdown. Επομένως, η μικρή διαφορά στην πτώση του ΑΕΠ αυτών των κρατών, πιστοποιεί τη θέση ότι τα lockdowns δεν φέρουν σημαντική ευθύνη για τη πτώση της οικονομίας, διότι σε αντίθετη περίπτωση όσο πιο σκληρά μέτρα λάμβανε ένα κράτος τόσο μεγαλύτερη θα έπρεπε να είναι και η πτώση του ΑΕΠ, υπόθεση η οποία όπως φαίνεται δεν επαληθεύεται στη πράξη. Σημειωτέον ότι η Νέα Ζηλανδία έχει ήδη μπει σε τροχιά ανάπτυξης και σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg πρόκειται να έχει ταχύτερη ανάκαμψη από αυτή που είχε προβλεφθεί αρχικά, με μέση ετήσια ανάπτυξη 1,5% αντί για -0,5% τον Ιούνιο του 2021, καθώς και ανεργία 6,9% αντί για 7,8%, όπως έκαναν λόγω οι αρχικές εκτιμήσεις τον Σεπτέμβριο.
Τα προαναφερθέντα προσυπογράφει το ΔΝΤ, το οποίο υποστηρίζει πως τα lockdowns έχουν βραχυπρόθεσμο κόστος, αλλά ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη, καθώς μειώνουν τις νέες λοιμώξεις, με τα βραχύβια σκληρά lockdowns να είναι προτιμότερα από τα ήπια και παρατεταμένα. Όπως παρατηρείται από το παράδειγμα της Νέας Ζηλανδίας και της Αυστραλίας, η οποία ακολούθησε την ίδια τακτική, τα αυστηρότερα lockdowns φαίνονται ως αποτελεσματικότερη λύση από τα χαλαρά, διότι επιφέρουν καλύτερη διαχείριση των κρουσμάτων, πιθανόν καλύτερες μακροπρόθεσμες οικονομικές επιδόσεις και ταχύτερη ανάληψη του ελέγχου της οικονομίας και της υγειονομικής κατάστασης. Όσα κράτη εφαρμόζουν ήπια lockdowns θα χρειαστούν περισσότερο χρόνο για να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη συγκριτικά με τα κράτη που επέβαλαν σκληρά lockdowns, διότι στην πρώτη περίπτωση είναι πολύ πιθανόν να εμφανίζονται περισσότερες νέες εστίες μόλυνσης του ιού. Επίσης, για κάθε 3 μήνες που καθυστερεί ο έλεγχος της πανδημίας στις χώρες του ΟΟΣΑ, η ανάκαμψη του ΑΕΠ θα καθυστερήσει να φτάσει τα επίπεδα που βρισκόταν πριν την πανδημία έως 6 μήνες.
Συμπεραίνεται πως τα σκληρότερα lockdowns είναι χρήσιμα και ορθά πολλές ευρωπαϊκές χώρες προχωρούν στην επιβολή τους. Ενδεχόμενη πρόωρη άρση των lockdowns δεν θα επέφερε αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ούτε ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά αντιθέτως θα σημειωνόταν αύξηση των λοιμώξεων και εκ νέου διασάλευση της οικονομίας. Αυτό θα σήμαινε την είσοδο των κοινωνιών σε έναν φαύλο κύκλο, όπου εκτός των άλλων προβλημάτων η πίεση στα υγειονομικά συστήματα υγείας θα είχε ως απότοκο επιπλέον έξοδα. Αφού λοιπόν όλες οι χώρες του κόσμου έχουν πληγεί οικονομικά από αυτήν την πανδημία, είναι προτιμότερο να χαθεί ένα μικρό χρονικό διάστημα, στο οποίο η οικονομία σχεδόν θα έχει πάψει, παρά ένα πολύ μεγαλύτερο διάστημα στο οποίο η οικονομία θα υπολειτουργεί.
*Ο Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης είναι από την Πτολεμαΐδα και είναι καθηγητής στο Πολυτεχνείο της Κρήτης