Ένας βράχος μικρός στην ακτή, κι εσύ επάνω του σκαρφαλωμένος. Μιά βάρκα φουσκωτή, μια τεράστια ΖΟΝΤΙΑΚ αραγμένη στην άμμο. Μέσα της, ότι μπορείς να φανταστείς. Πετονιές, κιάλια, μπεντονάκια βενζίνης, δολώματα, φωτοβολίδες, νερό και λίγο ψωμοτύρι για πρόφταση…
Κι εσύ να κοιτάζεις τον ήλιο που ανέτειλε, νάσαι γεμάτος από αυτή την φρέσκια ημέρα και την δροσιά του πρωινού…
Η μυρωδιά της θάλασσας, ο ήχος απ’ τον παφλασμό του νερού, το νυσταγμένο ξημέρωμα, σε βρήκε για ακόμη μια φορά, ν’ αγναντεύεις το πλάτος και το βάθος του ορίζοντα, απενοχοποιημένο από τα λάθη σου, αγνό με φουσκωμένα πνευμόνια από οξυγόνο και λατρεία για την ζωή…
Χιλιόμετρα ατέλειωτα με την βάρκα σου, την σύντροφό σου για όσο σε θυμάμαι, χειμώνες, καλοκαίρια. Ακόμη κι όταν σε άφηνε στη μέση του πελάγους, δεν κόντευες, δεν ανησυχούσες, δεν την μίσησες, μα πάντα την κατάφερνες και γύριζες θριαμβευτής, με γεμάτους τους κουβάδες σου ψάρια, ψάρια για χάρισμα.
Πώς να ξεχάσω την χαρά σου! Πως ν’ απαρνηθώ τις εικόνες που μαζί μου μοιραζόσουν!…Πώς να μην θυμηθώ τις βραδιές με την φωτιά στην αμμουδιά, τ’ αχνιστά στρείδια, την κοινωνικότητα, τις συντροφιές, την φιλοξενία, το τρανταχτό σου γέλιο…
Με πήρες μαζί σου μια μέρα στο ψάρεμα. Ψάρεμα παιχνίδι. Ανέπτυξες ταχύτητα για να πλευρίσουμε τα δελφίνια που έκαναν τ’ ακροβατικά τους στο βάθος. Με κατάβρεχε η δύναμη του νερού, που το σκιζε η ταχύτητα κι εγώ γέλαγα.
Μου μετέδιδες την αγάπη σου για την ζωή, την ελευθερία, το προσκύνημα στην φύση…
Μυρωδιά από ψημένο σκουμπρί, σαρδέλες, τσιπούρες, λαυράκια, χταπόδια, σε αυτοσχέδια ψηστιέρα μπαρμπούνια για σούπα. Ξενύχτια με το χιούμορ σου, την δοτικότητα, τους φίλους εκεί στο καταπράσινο «Ζέπκο» στο Στρατώνι.
Όμως δεν σου έφτανε αυτό ήταν λίγο.
Ο βυθός σε είχε ξεμυαλίσει. Αυτή η βαθειά βουτιά, στο άπειρο του υγρού κόσμου, έμοιαζε νάναι μια ενδοσκόπηση, μια αναγνώριση, ενός μεγαλείου ατέλειωτου, μια μέθη στα άδυτα της θάλασσας και του μυαλού.
Ένα μικρό τρανζίστορ, μουρμούριζε, πάντα με παράσιτα, τις μουσικές του, σαν σ’ έβλεπα να δένεις, να τραβάς, να λύνεις, να διορθώνεις, να δημιουργείς, να κοπιάζεις, έτσι από ευχαρίστηση. Να ζεις…
Σε θυμάμαι να διηγείσαι, να σαι παραστατικός, να χειρονομείς, φωνακλάς πότε – πότε, να σαι απλός και συνάμα παράξενος…
Το Ζέπκο είναι εκεί. Πάντα καταπράσινο, οι δροσοσταλιές του νοτισμένου πρωινού δεν στεγνώνουν ποτέ…
Ο ήλιος δεν έπαψε στιγμή ν’ ανατέλλει. Η ανασαιμιά της ζωής, συνεχίζει να γεμίζει τα πνευμόνια των ανθρώπων…
Όχι όμως τα δικά σου πια Νικόλα,
Μοναδικέ μου Μπαμπά…
Σίσσυ Ραμπίδου
(ανάμνηση)