Ο κεντρικός στόχος για τη Δυτική Μακεδονία ήταν και είναι η παραμονή της λιγνιτικής δραστηριότητας σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι κυβερνήσεις, η Αυτοδιοίκηση και οι Διοικήσεις της ΔΕΗ δεν κατάφεραν να διαχειριστούν τόσο το στόχο, όσο και τους παράγοντες που τον επηρεάζουν. Δεν αποκωδικοποίησαν τα μηνύματα που τους επιφυλάσσουν τα σημεία των καιρών, όπως για παράδειγμα το μηδενικό επενδυτικό ενδιαφέρον που προέκυψε, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να πουλήσει λιγνιτικές μονάδες.
Το οικονομικό χάλι της ΔΕΗ το ξέραμε. Ξέραμε πως δεν μπορεί επ’ ουδενί να πληρώσει για να κάνει νέες επενδύσεις στο λιγνίτη, αλλά ούτε και να πληρώνει εσαεί ρύπους κάνοντας τη λειτουργία της μη ανταγωνιστική, μόνο και μόνο για να την εργαλειοποιούν πολιτικά οι κυβερνήσεις. Με το δεδομένο πως η ΔΕΗ έπιασε “ταβάνι” και δεν είχε περαιτέρω δυνατότητες να παίξει στη λιγνιτική σκακιέρα για τους παραπάνω λόγους, έπρεπε οι εμπλεκόμενοι να έχουν την ωριμότητα να διασφαλίσουν τη συνέχιση της λιγνιτικής παραγωγής, έστω και με τη συμμετοχή των ιδιωτών.
Αλήθεια τώρα, τι θα γινόταν αν στην περιοχή βρισκόταν ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγοί με βασικό καύσιμο το λιγνίτη; Κατ΄αρχάς οι ιδιώτες επενδυτές θα απολάμβαναν τα οφέλη που θα προέκυπταν από τα συμφέροντα του λιγνίτη μαζί με όλους εμάς τους Δυτικομακεδόνες. Σίγουρα θα είχαν επενδύσει αρκετά εκατομμύρια για να κάνουν τις μονάδες τους οικονομικότερες, και αποδοτικότερες. Θα ήταν αναγκασμένοι να αγοράσουν με κάποιο τρόπο το εθνικό καύσιμο, το λιγνίτη, ο οποίος θα εξορύσσονταν από χέρια Δυτικομακεδόνων. Σίγουρα οι εν λόγω επενδυτές, δεν θα επέτρεπαν στο λόμπι του φυσικού αερίου, να παραβιάσει ανοιχτές θύρες και να πιέσει την Κομισιόν να απαξιώσει το λιγνίτη και να προχωρήσει τεχνητά και γρήγορα στην απολιγνιτοποίηση. Και σίγουρα τα επιχειρηματικά συμφέροντα δεν θα πίεζαν τις κυβερνήσεις να σταματήσει να κατασκευάζει λιγνιτικές μονάδες. Σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα θα πήγαιναν πολύ πιο αργά. Η ζωή είναι σκληρή όμως, και αποδεικνύεται πως αν τους ενεργειακούς κολοσσούς δεν τους έχεις μαζί σου, θα τους έχεις εναντίον σου.
Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να προκύψει με πολλούς τρόπους. Είτε με την παραχώρηση αδειών από το Κράτος για λιγνιτικές μονάδες σε ιδιώτες, θέμα το οποίο τέθηκε προ δεκαετίας και αποκλείστηκε, είτε με το σχέδιο της Μικρής ΔΕΗ (ή παραλλαγών αυτού), είτε τέλος με την Απολιγνιτοποίηση του 2018. Αν ένα από τα τρία αυτά σενάρια προχωρούσε, ή εάν προκρινόταν ένα αντίστοιχο (πιο δίκαιο) σχέδιο που θα είχε την ανοχή της κοινωνίας, σήμερα θα είχαμε μία τελείως διαφορετική πραγματικότητα στη Δυτική Μακεδονία. Μπορεί να έχανε η λιγνιτική παραγωγή σε ένα βαθμό το δημόσιο χαρακτήρα της, αλλά τουλάχιστον θα συνέχιζε να υπάρχει μαζί με έναν μεγάλο αριθμό θέσεων εργασίας.
Συνεπώς διαμορφώνεται η άποψη για κάποιους, πως ο μόνος τρόπος να διασωθεί η λιγνιτική παραγωγή ήταν μέσα από ιδιωτικές επενδύσεις, τις οποίες η περιοχή μας έκανε ότι μπορούσε για να τις αποτρέψει, ενώ την ίδια στιγμή οι Κυβερνήσεις απαξίωναν τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΝΟΜΕ κ.ο.κ.). Για τους άπιστους, ισχυρή ένδειξη ότι τα γεγονότα είναι όντως έτσι, είναι το ότι δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον στην τελευταία πράξη ιδιωτικοποιήσεων που προσπάθησε να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο λιγνίτης φάνηκε να μην είναι καθόλου ελκυστικός για τους μεγάλους παίκτες της αγοράς, οι οποίοι δεν έκαναν καν την κίνηση να πλειοδοτήσουν για να αγοράσουν. Η τροπή που είχε πάρει η ιστορία με την κατακόρυφη αύξηση των δικαιωμάτων CO2 και συνεπακόλουθα το ότι ο λιγνίτης γινόταν ασύμφορος, ήταν το μήνυμα που εξέπεμψε η αγορά, για το οποίο όμως οι κυβερνήσεις και οι κοινωνίες σφύριζαν αδιάφορα.