Ο Κυριάκος Μητσοτάκης από το Πάρκο των ΕΛΠΕ στα Λιβερά, ανακοίνωσε ως προσωρινό μέτρο την αύξηση της παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη την επόμενη διετία, αυξάνοντας την εξόρυξη κατά 50% ώστε να μειωθεί βραχυπρόθεσμα η εξάρτηση από το φυσικό αέριο. Υπογράμμισε ωστόσο ότι αυτό δεν ανατρέπει στο ελάχιστο τον σχεδιασμό για την πράσινη μετάβαση, ούτε αλλάζει τα πραγματικά δεδομένα για τον λιγνίτη.
Το περιμέναμε; Ναι το περιμέναμε, λόγω των νέων συνθηκών, οι οποίες μας αποδείκνυαν καθημερινά ότι η “εξίσωση” …δεν έβγαινε. Όχι μόνο αυτό. Το είχε προαναγγείλει και ο “αρχιτέκτονας” της Πράσινης Συμφωνίας και Αντιπρόεδρος της Κομισιόν Φρανς Τίμερμανς μία εβδομάδα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με μια ανάρτησή του στο Twitter που έβαλε “φωτιά” στην κουβέντα περί παράτασης στην καύση άνθρακα. Βέβαια ο κ. Τίμερμανς δεν μας είπε κάτι καινούριο, υπό την έννοια πως ήταν πολλοί αυτοί που στην Ελλάδα που επί χρόνια φώναζαν για την αύξηση της εξάρτησης από τα ξένα καύσιμα.
Ενός άλλου είδους προαναγγελία για πιθανή παράταση των μονάδων, ήταν το γεγονός ότι η αναγκαιότητα του λιγνίτη για την ευστάθεια του συστήματος είχε πιστοποιηθεί από τη μελέτη επάρκειας του ΑΔΜΗΕ για την περίοδο 2020-2030, προκειμένου να μην υπάρξουν προβλήματα ηλεκτροδότησης σε περιόδους αιχμής. Γι’ αυτό και η ΔΕΗ, γνωρίζοντας ότι θα υποχρεωθεί να λειτουργεί τους λιγνίτες σε κρίσιμες περιόδους για την ευστάθεια του συστήματος και προκειμένου να μην επωμίζεται το κόστος, ζήτησε στις αρχές του 2021 αποζημίωση στρατηγικής εφεδρείας.
Για όλη τη Δυτική Μακεδονία, η εξαγγελία της παράτασης λειτουργίας των μονάδων ήταν μια πολύ ευχάριστη είδηση. Η κυβέρνηση, έστω και λόγω της συγκυρίας, αναγκάστηκε να κάνει πίσω στην εφαρμογή του σχεδίου της για την απόσυρση της λιγνιτικής ισχύος. Ανεξάρτητα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε, έπραξε το αυτονόητο. Αντίθετα με όλες τις προβλέψεις των προηγουμένων ετών, η καύση λιγνίτη όχι μόνο έγινε ανταγωνιστική, αλλά σε πολλές περιπτώσεις κατέστη φθηνότερη από αυτή του Φυσικού Αερίου. Έτσι πλέον εκλείπει το μεγάλο επιχείρημα της Κυβέρνησης, ότι η απόφαση για την απολιγνιτοποίηση ελήφθη και με οικονομικούς όρους. Όσο “πράσινοι” δηλαδή και να ήθελαν να γίνουμε, αν δεν έβγαιναν τα νούμερα, η ιστορία αυτή δεν θα μπορούσε να προχωρήσει.
Οικονομικοί όροι τι σημαίνει; Ότι επιλέγεται το φθηνότερο καύσιμο. Δηλαδή ότι αφού τότε ήταν οικονομικότερο το Φυσικό Αέριο, έπρεπε να στραφούμε στο Φυσικό Αέριο. Τώρα που ο λιγνίτης κατέστη οικονομικότερος, η ΔΕΗ θα μπορέσει να συνεχίσει να λειτουργεί τους ΑΗΣ, και οφείλει να ετοιμαστεί να αυξήσει την παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη. Και το κυριότερο: ο λιγνίτης αφού είναι πλέον ανταγωνιστικός, θα μπορεί να μπαίνει και στο σύστημα. Να μην ξεχνάμε πως τα προηγούμενα χρόνια, οι ΑΗΣ δεν μπορούσαν να μπουν στο σύστημα αφού η λιγνιτική κιλοβατώρα ήταν κατά πολύ ακριβότερη από αυτή του ΦΑ.
Πολλοί μίλησαν για μια εμμονή της Κυβέρνησης Μητσοτάκη για το Λιγνίτη. Ενδεχομένως να είχαν δίκαιο. Υπό την έννοια ότι η Κυβέρνηση έδωσε μια τεράστια μάχη για να τον βγάλουν από το κάδρο πάση θυσία. Πάντως για Νεοδημοκράτες ή Συριζαίους, Φιλελεύθερους ή Συντηρητικούς, Ολυμπιακούς ή Παναθηναϊκούς, αυτό που αξίζει κανείς να σημειώσει είναι η δυνατότητα προσαρμογής στις νέες συνθήκες, που επιδεικνύουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Η έστω και προσωρινή (διορθωτική την είπε ο Πρωθυπουργός) παράταση των λιγνιτικών που εξήγγειλε ο Μητσοτάκης και θα περιλαμβάνεται στο νέο ΕΣΕΚ, αποδεικνύει πως όντως ένας από τους κρίσιμους παράγοντες της απόφασης για τη μετάβαση είναι το κόστος ενέργειας. Και πως μόλις αυτό μεταβλήθηκε η κυβέρνηση αποφάσισε να μεταβάλλει τη στρατηγική της, και να ευθυγραμμιστεί με την πραγματικότητα.
Το ευτύχημα (ανάμεσα σε όλες τις αρνητικές συνέπειες), είναι πως η απόφαση ελήφθη πριν κλείσει ο Άγιος Δημήτριος και η Μελίτη, και πριν μετατραπεί η 5η Μονάδα σε ΦΑ. Αν δεν μας είχαν προλάβει οι εξελίξεις, είναι βέβαιο πως θα είχαμε μη αναστρέψιμες συνέπειες τόσο για το κόστος ενέργειας στα νοικοκυριά, όσο και για την εθνική οικονομία. Τα κάστανα από τη φωτιά θα βγάλει η ΔΕΗ, η οποία καλείται να αυξήσει ραγδαία τις ποσότητες λιγνίτη που εξορύσσει. Οι παροικούντες μιλούν για μια δύσκολη εξίσωση, αφού στην παρούσα συγκυρία πρέπει να αλλάξει πλήρως ο προγραμματισμός και να ανοίξουν νέα μέτωπα στα ορυχεία.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως σε κάθε περίπτωση, ο λιγνίτης θα έχει ημερομηνία λήξης. Μια θετική συνέπεια από το σοκ Μητσοτάκη το 2019, είναι ότι ενεργοποιήθηκε η κοινωνία και ξεκίνησε επιτέλους να μελετά σοβαρά πλέον μαζί με την Πολιτεία, το επόμενο παραγωγικό μοντέλο της περιοχής. Το χρονικό διάστημα των παρατάσεων θα αποτελέσει “ανάσα” για τη Δυτική Μακεδονία, συνεπώς τόσο η Αυτοδιοίκηση όσο και η Κοινωνία των Πολιτών έχουν τη δυνατότητα να το αξιοποιήσουν παραγωγικά, ώστε το 2028 να μη συνεχίσει να θεωρείται “βίαιη” η απολιγνιτοποίηση.
Πέραν αυτού καλό είναι να θυμόμαστε, πως με την επικείμενη είσοδο πολλών νέων έργων ΑΠΕ στο σύστημα, θα είναι όλο και πιο δύσκολη η λειτουργία των λιγνιτικών, αφού οι λιγνίτες πληρώνουν τα πανάκριβα δικαιώματα ρύπων ενώ οι μονάδες ΑΠΕ όχι. Άρα, το γεγονός ότι επιτρέπει μια κυβέρνηση στα λιγνιτικά να λειτουργούν, δεν σημαίνει ούτε ότι θα τα χρειάζεται το σύστημα, ούτε ότι αυτά θα μπορούν να λειτουργήσουν συνεισφέροντας σε αυτό.