Τέλος στο ενεργειακό Ελντοράντο για λίγους εις βάρος των πολλών και της εθνικής οικονομίας δείχνει αποφασισμένο να βάλει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, εισάγοντας ύστερα από 8 χρόνια αλλεπάλληλων αναβολών ένα ανταγωνιστικό μοντέλο διαμόρφωσης τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος. Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη –και με διαφορά– τιμή χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη. Στο πρώτο εξάμηνο του 2020 διαμορφώθηκε στα 42,47 ευρώ η μεγαβατώρα, περί τα 8 με 10 ευρώ πάνω από τις γειτονικές χώρες των Βαλκανίων και την Ιταλία (32-34 ευρώ η μεγαβατώρα) και σχεδόν 20 ευρώ πάνω από τη Γερμανία και το Βέλγιο, που εμφανίζουν τις χαμηλότερες τιμές (22,86 και 23,98 ευρώ η μεγαβατώρα αντίστοιχα). Η θλιβερή αυτή πρωτιά είναι αποτέλεσμα δομικών χαρακτηριστικών της ελληνικής αγοράς και θεσμοθετημένων στρεβλώσεων, το κόστος των οποίων καταβάλλουν οι καταναλωτές – νοικοκυριά και βιομηχανία. Για την τελευταία, το ενεργειακό κόστος είναι ίσως το κυριότερο μειονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της στις ξένες αγορές.
Εμπόδια και καθυστερήσεις
Τα συνεχή προσκόμματα στην πορεία προς την απελευθέρωση από τις αρχές του 2000 δημιούργησαν στρεβλώσεις που έφεραν την αγορά στα πρόθυρα της κατάρρευσης το 2012, ενώ η υποχρέωση για τη μετάβασή της από τότε με μνημονιακό νόμο στο ενιαίο ανταγωνιστικό μοντέλο της ευρωπαϊκής αγοράς (target model) προχωράει με συνεχείς αναβολές. Το τελευταίο χρονοδιάγραμμα προέβλεπε έναρξη λειτουργίας του νέου αυτού μοντέλου στις 17 Σεπτεμβρίου και αναβλήθηκε με απόφαση της ΡΑΕ και έπειτα από αίτημα των συμμετεχόντων στην αγορά (παραγωγοί, προμηθευτές και ΑΠΕ) για την 1η Νοεμβρίου. Ο υπουργός Κωστής Χατζηδάκης εμφανίζεται αποφασισμένος να βάλει τέλος στις συνεχείς αναβολές και στα υπερκέρδη των λίγων εις βάρος της βιομηχανίας και των καταναλωτών. «Θα ακολουθήσουμε τον ευρωπαϊκό δρόμο», δηλώνει, στέλνοντας μέσω της «Κ» ένα σαφές και αιχμηρό μήνυμα σε όσους επενδύουν σε συνέχιση των καθυστερήσεων. «Eχοντας προχωρήσει με τη διάσωση της ΔΕΗ και με την απλοποίηση της αδειοδότησης των ΑΠΕ, δεν γίνεται να αδιαφορούμε για το κόστος ενέργειας. Δεν θα μας συγχωρήσουν ούτε η βιομηχανία ούτε οι καταναλωτές. Οι στρεβλώσεις που έχουν δημιουργηθεί στην αγορά, και που επιχειρείται κατά καιρούς να αντιμετωπιστούν με άλλες στρεβλώσεις, δεν είναι σύγχρονο ευρωπαϊκό μοντέλο. Ολες οι χώρες της Ε.Ε. έχουν απελευθερώσει την αγορά ενέργειάς τους με το λεγόμενο Target Model, εμείς παραμένουμε τελευταίοι και καταϊδρωμένοι. Θα ακολουθήσουμε τον ευρωπαϊκό δρόμο. Η αγορά θα βρει, όπως έγινε παντού, μια καλύτερη ισορροπία. Οι ηλεκτροπαραγωγοί είτε του φυσικού αερίου είτε των ΑΠΕ μπορούν να έχουν κέρδη, όχι όμως προστατευόμενα υπερκέρδη τα οποία πλήττουν τους οικιακούς και τους βιομηχανικούς καταναλωτές», τονίζει.
To υφιστάμενο πλαίσιο της προστατευμένης αγοράς με σειρά ρυθμιστικών μέτρων, που κρίθηκαν απαραίτητα σε αρχικά στάδια για τη βιωσιμότητα είτε μονάδων παραγωγής από φυσικό αέριο είτε μονάδων ανανεώσιμων πηγών, κατέληξε συν τω χρόνω σε ένα σύστημα παραγωγής υπερκερδών για παραγωγούς και προμηθευτές που το επιδοτεί η κατανάλωση, δηλαδή επιχειρήσεις και καταναλωτές. Ετσι φτάσαμε το υψηλό κόστος της ενέργειας που παράγεται από λιγνίτη και επιβαρύνεται από τα κόστη των CO2 να υπολείπεται σημαντικά από το κόστος που πληρώνουμε για την παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στη βάση ρυθμιζόμενων εγγυημένων τιμών. Τα στοιχεία που παρουσιάζει η «Κ» είναι αποκαλυπτικά του «πάρτι» που συνεχίζει να γίνεται με τις ΑΠΕ, ακόμη και μετά το «κούρεμα» των τιμών που επιβλήθηκε με νόμο το 2013 (New Deal για τον εξορθολογισμό της αγοράς). Το πρώτο εξάμηνο του 2020 η μέση τιμή της λιγνιτικής μεγαβατώρας ήταν 82 ευρώ και της πράσινης μεγαβατώρας 134,3 ευρώ. Η τιμή αυτή είναι σχεδόν τριπλάσια των τιμών που διαμορφώθηκαν στις διαγωνιστικές διαδικασίες τα τελευταία δύο χρόνια για την εγκατάσταση νέων έργων ΑΠΕ των 45-55 ευρώ η μεγαβατώρα, οι οποίες αντανακλούν τα χαμηλά κόστη των τεχνολογιών και τον ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών.
Το 2020 οι Ελληνες καταναλωτές θα πληρώσουν τη μεγαβατώρα των αιολικών στα 84,7 ευρώ και των φωτοβολταϊκών στα 262,1 ευρώ. Οι υψηλές αυτές ρυθμιζόμενες τιμές, σε συνδυασμό με το μοντέλο λειτουργίας της χονδρεμπορικής αγοράς, έχουν οδηγήσει σε ένα έλλειμμα ύψους 224 εκατ. ευρώ για το 2020 του ειδικού λογαριασμού ΑΠΕ –που το υπουργείο Ενέργειας στοχεύει να καλύψει με πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης– και παράλληλα σε υπερκέρδη για τους προμηθευτές ενέργειας.
Παράλληλα με τη μετάβαση της αγοράς ηλεκτρισμού στο ανταγωνιστικό μοντέλο λειτουργίας το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας προωθεί ένα ευρύ πακέτο μέτρων για τη μείωση του ενεργειακού κόστους στη βιομηχανία και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της. «Μας ενδιαφέρει να στηρίξουμε τους παραγωγούς, αλλά μας ενδιαφέρουν ασφαλώς και οι τιμές που πληρώνει η βιομηχανία και ο μέσος καταναλωτής. Δεν είναι ανεκτό η Ελλάδα να έχει την υψηλότερη χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ε.Ε. Θεωρώ ντροπή το ότι είμαστε οι τελευταίοι που δεν έχουμε εφαρμόσει το target model», δηλώνει ο υπουργός Κωστής Χατζηδάκης.
Σε άμεση προτεραιότητα τίθεται από το υπουργείο και η μείωση των ρυθμιστικών χρεώσεων στους λογαριασμούς ρεύματος που συμποσούνται σε ένα ποσό της τάξεως των 2,35-2,85 δισ. ευρώ ετησίως και αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ήμισυ του τζίρου της αγοράς ηλεκτρισμού που ανέρχεται σε 6-7 δισ. ευρώ, χωρίς σε αυτό να υπολογίζεται ο ειδικός φόρος κατανάλωσης που επιβαρύνει τους λογαριασμούς με 2,5-5 ευρώ/μεγαβατώρα.
Εξ αυτών, ποσό 0,7-0,8 δισ. ετησίως αντιστοιχεί στις χρεώσεις για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, που είναι το κόστος για την ηλεκτροδότηση των μη διασυνδεδεμένων νησιών, και ποσό 0,7-1 δισ. αντιστοιχεί στις χρεώσεις για ΕΤΜΕΑΡ, δηλαδή το κόστος που πληρώνουμε ετησίως για την αποπληρωμή της εγγυημένης τιμής των ΑΠΕ. Σε 0,7-0,8 δισ. ευρώ ανέρχονται οι χρεώσεις για τη χρήση του δικτύου του ΔΕΔΔΗΕ και σε 0,25 δισ. για τη χρήση του ΑΔΜΗΕ.
Το υπουργείο προωθεί τη μείωση χρεώσεων ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ από το 2021 για τις βιομηχανίες που επενδύουν με σκοπό τη διαχείριση κατανάλωσης με στόχο την αύξηση βιομηχανικών επενδύσεων στην ενεργειακή εξοικονόμηση. Το μέτρο προβλέπει μείωση του Wacc (απόδοση επενδεδυμένων κεφαλαίων) για τους δύο διαχειριστές και λειτουργία μηχανισμού διαχείρισης κινητροδότησης για τη μείωση των απωλειών ενέργειας και τη διαχείριση της ζήτησης.
Οσον αφορά το ΕΤΜΕΑΡ, με στόχο τη μείωση ή τουλάχιστον τη μη αύξηση του ποσού που καταβάλλουν οι καταναλωτές στον λογαριασμό ρεύματος προωθείται η ενσωμάτωση της χρέωσης στο ανταγωνιστικό σκέλος (προμήθεια). Το υπουργείο θα διατηρήσει τις ανταγωνιστικές τιμές ΕΤΜΕΑΡ για τη βιομηχανία που αποφασίστηκαν τον περασμένο Αύγουστο και θα δοθούν αναδρομικά από τις αρχές του 2019 στους δικαιούχους που θα υποβάλουν αίτηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του ΔΑΠΕΕΠ, που ανοίγει στις 24 Σεπτεμβρίου.
Το υπουργείο προωθεί επίσης αλλαγή του μοντέλου χρεώσεων των ΥΚΩ με στοχευμένες εκπτώσεις για τη βιομηχανία, κατά το μοντέλο που εφαρμόστηκε στη μείωση του ΕΤΜΕΑΡ, ενώ μειώσεις θα έρθουν για το σύνολο των καταναλωτών με την ολοκλήρωση της διασύνδεσης της Κρήτης. Το νέο μοντέλο χρεώσεων ΥΚΩ για τη βιομηχανία θα τεθεί προς έγκριση στην Κομισιόν.
Με στόχο τη διατήρηση ανταγωνιστικών τιμών για τη βιομηχανία, θα διατηρηθεί ο μηχανισμός της αντιστάθμισης μέσω του οποίου συγκεκριμένοι κλάδοι της μεταποίησης λαμβάνουν ενίσχυση ως αντιστάθμιση για το κόστος CO2 στο ηλεκτρικό ρεύμα που καταναλώνεται κατά τη διαδικασία παραγωγής. Το υπουργείο θα υιοθετήσει και τις κατευθυντήριες γραμμές για χορήγηση ενίσχυσης μετά το 2021 που θα εγκρίνει η Ε.Ε. Για τη χρηματοδότηση του μηχανισμού αντιστάθμισης θα διασφαλιστούν πόροι από τις δημοπρασίες ρύπων.
Στη μείωση του ενεργειακού κόστους θα συμβάλλει, τέλος, και η υλοποίηση του προγράμματος απολιγνιτοποίησης της ΔΕΗ, αφού θα βελτιωθεί σημαντικά το ενεργειακό μείγμα για ηλεκτροπαραγωγή.
Tη δέσμευση του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστή Χατζηδάκη για την άμεση εφαρμογή του target model υποδέχτηκε με ικανοποίηση η πλευρά της βιομηχανίας, που επιβαρύνεται με δυσανάλογο κόστος ενέργειας σε σχέση με τους ανταγωνιστές της στην Ευρώπη. «Η δέσμευση αυτή αποτελεί αδιαμφισβήτητα τη βάση για την ανάπτυξη ενός σταθερού και προβλέψιμου μοντέλου αγοράς και στην πράξη σημαίνει άμεση υλοποίηση μέτρων για την ανάπτυξη συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά και τον εξορθολογισμό του υψηλού κόστους ενέργειας που επιβαρύνει την ελληνική βιομηχανία», αναφέρει η Ενωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) σε σχετική ανακοίνωσή της και προτείνει τη σύσταση ομάδας εργασίας στο υπουργείο. «Παραμένουμε στη διάθεση της πολιτείας για την ανάπτυξη ενός εποικοδομητικού διαλόγου, με μια κοινή ομάδα εργασίας, που θα συμβάλλει ενεργά στην υλοποίηση του στόχου της μετάβασης σε μια πλήρως απελευθερωμένη και ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας», αναφέρει η ΕΒΙΚΕΝ.
Πηγή: kathimerini.gr