«Δεν ξέρω τι θα φέρει ο χρόνος και πόσο η ιστορία θα ανταποκριθεί στις θελήσεις των καλύτερων παιδιών της. Εγώ πάντως θα επιμένω να γράφω στη γλώσσα της γιαγιάς μου που με γοητεύει ιδιαίτερα και θα μιλάω πάντοτε για κείνη τη γη. Τη γη του Πόντου. Για την πατρίδα μου.
Τη χαμένη πατρίδα, όχι των εδαφών, αλλ’ εκείνη της ιστορίας, του πολιτισμού και της μνήμης. Όπως και ο Κωστής Μοσκώφ που λέει, “αρνούμαι την ανταλλαγή. Οι πρόγονοί μου θα μείνουν πάντα στον Πόντο, ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και τις κορφές του Τσιάμπαζι”»*.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα ποιοι δεσμοί τόσο ισχυροί κρατούν τους Έλληνες του Πόντου προσκολλημένους στην ανάμνηση μιας πατρίδας που για τους περισσότερους πλέον είναι μια κληρονομημένη ανάμνηση. Μια ανάμνηση που ενώ με το πέρασμα του χρόνου θα μπορούσε να μοιάζει σαν τις παλιές ξεθωριασμένες φωτογραφίες όπου τα πρόσωπα δύσκολα πια ξεχωρίζουν, αυτή, αντιθέτως, θυμίζει όλο και περισσότερο φωτογραφικό στιγμιότυπο που τραβήχτηκε πρόσφατα.
Πιο ξεκάθαρη απάντηση δε βρήκα απ΄ αυτή που δίνει ο Πόντιος λογοτέχνης Κώστας Διαμαντίδης στο παραπάνω κείμενο, λέγοντας πως μιλά για «Τη χαμένη πατρίδα, όχι των εδαφών, αλλ’ εκείνη της ιστορίας, του πολιτισμού και της μνήμης…».
Θαυμάζω τους Πόντιους γι΄ αυτό. Οι γενιές αθροίζονται η μια πίσω απ΄ την άλλη μα οι χαμένες πατρίδες παραμένουν αλησμόνητες. Ακόμα και για όσους δεν τις γνώρισαν ή δεν κατάφεραν ακόμα να τις επισκεφτούν.
Διαφωνούν κάποιοι φίλοι Πόντιοι. Δε θεωρούν αρκετά τα όσα έγιναν μέχρι τώρα. Όχι απ΄ τους άλλους. Απ΄ τους ίδιους τους Πόντιους. Κι όμως. Κάθε ποντιακή λέξη που ακούγεται, κάθε παραδοσιακό φαγητό που φουρνίζεται, κάθε φορά που τα χέρια ενώνονται προσμένοντας τη λύρα να ηχήσει και τους στίχους να γλιστρήσουν απ΄ τα χείλη, κάθε που ένας λογοτέχνης, όπως καλή του ώρα ο Κώστας Διαμαντίδης, βγάζει πάνω στο χαρτί συναισθήματα και εικόνες που τα σκιαγραφεί όχι μόνο με μελάνι αλλά και με πόνο και νοσταλγία, είναι σαν να ανάβει ένα καντηλάκι που φωτίζει τον Πόντο. Όλα αυτά τα καντηλάκια, μικρά αλλά όχι ταπεινά, όσο αχνό και ασθενικό κι αν είναι το φως που εκπέμπουν, καταφέρνουν να ζωντανεύουν το παρελθόν, φέρνοντας το στο παρόν και δίνοντας του την ώθηση που χρειάζεται για να ταξιδέψει στο μέλλον. Είναι τα καντηλάκια της προσωπικής μνήμης που στοιχιζόμενα το ένα δίπλα στο άλλο ανάβουν το βωμό της συλλογικής τους μνήμης.
“Η ιστορία δεν είναι μόνο πράξεις και γεγονότα, είναι επίσης ένας πόνος στην καρδιά. Και επαναλαμβάνουμε την ιστορία μέχρι να καταφέρουμε να νιώσουμε τον πόνο κάποιου άλλου σαν δικό μας”**.
Πόντιοι δεύτερης και τρίτης γενιάς, που δε βίωσαν την οδύνη του ξεριζωμού, την απώλεια εστιών και περιουσίων, δεν είδαν το μαχαίρι της σφαγής, τρομακτικό και αμείλικτο, να πέφτει σαν το δρεπάνι που θερίζει το γινομένο στάρι στους λαιμούς των δικών τους πολυαγαπημένων ανθρώπων, και που μπορεί να σώθηκαν αλλά όχι ολόκληροι καθώς ένα κομμάτι τους έμεινε για πάντα εκεί, κούτσουρο ριζωμένο βαθιά στη γη που για αιώνες πότισαν με τον ιδρώτα τους και τιθάσευσαν με τις ελπίδες τους, δείχνουν πως κατάφεραν να νιώσουν αυτό τον πόνο, να τον κάνουν δικό τους.
Έτσι, η χαμένη πατρίδα έγινε και η δική τους πατρίδα, η πατρίδα της ιστορίας, του πολιτισμού και της μνήμης. Μια πατρίδα αβίωτη, ωστόσο αξεπέραστη σαν να πατούσαν τα χώματα της μέχρι χθες και απ΄ τα τζάκια της να βγαίνουν ακόμα καπνοί.
Γι΄ αυτό, αν και χαμένη, θα μείνει για πάντα μια πατρίδα αλησμόνητη και αθάνατη. Που θα την τραγουδάνε, θα τη νοσταλγούν και θα μνημονεύουν όσους άφησαν εκεί. «Γιατί οι άνθρωποι, όταν τραγουδάνε, χορεύουν, παίζουν θέατρο, ονειρεύονται, μένουν ζωντανοί οι νεκροί κι οι πατρίδες αθάνατες»***.
* &*** (Αποσπάσματα από την εισαγωγή στη μετάφραση της Λυσιστράτης του Αριστοφάνη στην ποντιακή γλώσσα από το λογοτέχνη Κώστα Διαμαντίδη, έκδοση του Κέντρου Ποντιακών Μελετών).
** Λόγια του καθηγητή Τζούλιους Λέστερ