Φόντας τὰ πιδγιὰ κι οἱ ἄντρ’ στοὺ χουργιό μας ἔπιζαν στοὺ μισουχώρ’ τοὺν ἁϊΒασίλ’ οἱ φουστανιλάδις βαστοῦσαν στοὺ χέρ’ ἀπάν’ ἀπ’ ‘νἀπαλάμ’ φιδούλια ἀπ’ ἦταν πλιγμένα μὶ τοὺ τσιγγιλάκ’ ἀ κὶ χαντρούλια. Αὐτάϊας παλιὰ ἴλιγαν τἄπλιγαν φυλακιζμέν’, ὅπους γένιτι κὶ σήμιρα. Στοὺ χουργιὸ τἄπλιγαν τὰ κουρίτσια. Ἰδίους ὅσις ἀρραβουνιάζουνταν. Πρώτ’ δλιά τς ἦταν νὰ πλέξν γιὰ τοὺν ἀρραβουνιαστκό τς ἕνα τέτχοιου φίδ’ ἢ παραμάννα μὶ τρία κιφάλια γιὰ τοὺ ζνάρ’.
Εἰχάμι στοὺ χουργιὸ παλιὰ γναῖκις γραφουχέρις, ἀπ’ ἔπλιγαν πουλὺ μαστόρκα μὶ τοὺ τσιγγιλάκ’ τὰ χαντρούλια. Θυμοῦμι τ’θκή μας ‘νΠουστόλινα, ὅταν ἀρραβουνιάσκι τοὺν θκό μας τοὺν Πουστόλ’ ἀπ’ ἔφκιασι κι γιὰ μένα ἕνα τέτχοιου μπιλτζίκ’ μὶ χαντρούλια. Ἦταν κι ἄλλις, ἡ Τσαμουϊάννινα, ἡ σμιθιρά μας ἡ Φώτου, ἡ Θόδου ἡ Σπύρινα, ἡ Χαραλάμπινα τ’Γκουβρουντιώνα, κι ἄλλις.
Τώρα πῶς τὄφκιαναν. Ἔπιρναν πρῶτα τὰ χαντρούλια ἀπ’ τοὺν μπαρμπαΘόδουρου τοὺν Βλάχου π’ἔρχουνταν μὶ τς γουμάρις στοὺ χουργιό. Ὕστιρα τὰ πιρνοῦσαν σὶ σκνὶ ἀποὺ μακαρᾶ-καρούλ’ ἄσπρου. Πιρνοῦσαν 3 γαλάζια, 1 ἄσπρου, 1 κόκκιανου, 1 ἄσπρου κι πάλι τοὺ ἴδγιου, 3 γαλάζια, 1 ἄσπρου, 1 κόκκιανου, 1 ἄσπρου. Καθὼς ἔπλιγαν μὶ τοὺ τσιγγιλάκ’ αὐτάϊας ἔκλουθαν κι γένουνταν κι ἀνέβηνι τοὺ σκέδιου. Σκέδια πάλι μὶ χαντρούλια ἔφκιαναν κι στὰ νυφχιάτκα τὰ φακιόλλια, στς μισάλλις τς πασκαλιάτκις ἀ κὶ τς πανηγυργιάτκις.
Ἰτότι τὰ κουρίτσια δὲν σπούδαζαν, κι οὔτι εἶχαν ὅλα αὐτάϊας τὰ μψόσαλα ἀπ’ φκιάν’ σήμιρα, γιατιαὐτὸ κι μάθισκναν νὰ ὑφαίν’, νὰ κιντοῦν κι νὰ πλέγν μὶ τς κλοῦτσις κι μὶ τοὺ τσιγκιλάκ’ κι ἔφκιαναν ὄμουρφα πράματα π’τὰ βλέπν’ σήμιρα στὰ μουσεῖα κι τς φέγν τὰ σάλια ὅλνους.
διήγησ’ παπαδγιὰἈφρουδίτ’
κι γράψιμου ἀρνιμα