Εισήγηση της Πέτης Πέρκα στην Γ’ Επιτροπή της Βουλής κατά την κατ’ άρθρον συζήτηση για το ν/σ του ΥΠΕΝ για ΑΠΕ, αποθήκευση ενέργειας, θαλάσσια ΦΒ και άλλες διατάξεις για ενέργεια και περιβάλλον
Το νομοσχέδιο θα έπρεπε να εξεταστεί στο πλαίσιο της Διεθνούς, Ευρωπαϊκής και Ελληνικής πραγματικότητας που θέτουν τις βάσεις αναγκαιότητας κατάθεσής του. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει, όπως τεκμηριώθηκε από την κ. Πέρκα, η οποία έκανε εκτενή αναφορά σε βασικά άρθρα του νομοσχεδίου, η ψήφιση των οποίων θα επιφέρουν δυσμενείς επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον, την κοινωνία και εν τέλει στην οικονομία και την εξυπηρέτηση του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος.
Τα περιεχόμενα στο νομοσχέδιο δεν απαντούν στα βασικά επίδικα της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια. Κρίσιμα κεφάλαια λείπουν, όπως η ρύθμιση της αποθήκευσης, θαλάσσια αιολικά κτλ. Δεύτερο βασικό στοιχείο του νομοσχεδίου είναι η απόλυτη απουσία της περιβαλλοντικής διάστασης, ενώ θεωρητικά έπρεπε να υπηρετεί το «πρασίνισμα» της ενέργειας.
Ενδεικτικά από το μέρος Β΄ σχετικά με την εκσυγχρονισμό της αδειοδοτικής διαδικασίας των ΑΠΕ, η κ. Πέρκα ανέφερε ότι ούτε το θέμα της απλοποίησης πετυχαίνει, γιατί αν μετρήσει κανείς τα στάδια, θα δει ότι στην ουσία το μόνο από τα υφιστάμενα στάδια που αφαιρείται από τη διαδικασία αδειοδότησης είναι η Μη Οριστική Προσφορά Σύνδεσης.
Σχολίασε την απαράδεκτη προσθήκη της απαλλαγής από την περιβαλλοντική αδειοδότηση, μετά από σχετικό αίτημα απαλλαγής. Ουσιαστικά πρόκειται για ευθέως αντίθετη ρύθμιση με το γράμμα και το πνεύμα των σχετικών Οδηγιών της ΕΕ (αρ.3).
Ένα από τα πιο κεντρικά του ν/σ και προβλέπει τον χαρακτηρισμό όλων των έργων ΑΠΕ, ΣΗΘΥΑ και Αποθήκευσης ως δημόσιας ωφέλειας. Ως τέτοια υπόκεινται στο νόμο για αναγκαστική απαλλοτρίωση, χωρίς να προβλέπεται κάποια αξιολόγηση ή κριτήριο. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι ούτως η άλλως επαχθές μέτρο που μπορεί να δημιουργήσει νέες κοινωνικές εντάσεις και αντιθέσεις. Θα μπορούσε η δημόσια ωφέλεια να ισχύει μόνο για έργα που δεν αντιστρατεύονται τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, δηλαδή με κάποια κριτήρια. (αρ.4)
Η εισαγωγή εγγυητικής επιστολής είναι θετική για το ξεσκαρτάρισμα έργων. Όμως το ύψος της εγγυητικής είναι μεγαλύτερο για τους πιο μικρούς παραγωγούς και την αυτοκατανάλωση, η οποία πρέπει να εξαιρεθεί. Η κ. Πέρκα τόνισε ότι θα πρέπει να υπάρξει ειδική εξαίρεση, στο πλαίσιο της βίαιης απολιγνιτοποίησης, για τις λιγνιτικές περιοχές και για υφιστάμενα αιτήματα έως 1 MW. «Παρακαλώ, είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτές τις περιοχές που «έδωσαν φως» σε όλη τη χώρα και υφίστανται τώρα τις συνέπειες», δήλωσε χαρακτηριστικά (αρ.6)
Τα άρθρα 22, 23, 24 και 29 φαίνεται να είναι φωτογραφικά. Ειδικά το άρθρο 24 που προβλέπει μεταφορά έργων. «Αν μιλάμε για μεταφορά εκτός ορίων οικείας περιφέρειας, μιλάμε ουσιαστικά για άλλο έργο!!! Και ποιος εγγυάται ότι στη νέα θέση εγκατάστασης δε θα προκύψουν ζητήματα αδειοδότησης, κυρίως σε σχέση με την περιβαλλοντική αδειοδότηση;»
Με το πρόσχημα της ώθησης των ΑΠΕ αλλάζει οριζόντια το πλαίσιο για τις επιτρεπτές επεμβάσεις στα δάση και αυξάνεται η έκταση που δύναται να δεσμευθεί για την έγκριση επέμβασης. (αρ.49)
Στο Γ’ Μέρος για την αποθήκευση ενέργειας, σε γενική θεώρηση, οι διατάξεις κινούνται σε θετική κατεύθυνση. Τόνισε όμως την τεράστια καθυστέρηση, με την οποία έρχονται οι συγκεκριμένες διατάξεις, όταν η ανάγκη ανάπτυξης συστημάτων αποθήκευσης είναι επιτακτική. Εδώ και δυο χρόνια περίπου ο Υπουργός ΠΕΝ μας υπόσχεται ότι θα το φέρει στη Βουλή, ακόμα περιμένουμε.
Το νομοθετικό κενό που υπήρξε είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση αδειών παραγωγής για πολλά έργα, με συνέπεια να έχουν αδειοδοτηθεί έργα με αποθηκευτική ισχύ 16.3 GW. Η αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ. Θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι ότι χρειαζόμαστε απαραίτητα αποθήκευση στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής απεξάρτησης από ορυκτά καύσιμα και οι αντίστοιχες επενδύσεις όφειλαν να έχουν επιταχυνθεί.
Περιμένουμε επομένως από την κυβέρνηση να θέσει χρονικό ορίζοντα και πλαίσιο για τις διαγωνιστικές διαδικασίες χρηματοδότησης έργων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και να καθορίσει επαρκώς το πλαίσιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και χωροθέτησης των μονάδων αποθήκευσης, αλλά και το ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο για τη συμμετοχή τους στις αγορές.
Ορίζεται ότι η άδεια παραγωγής έχει ισχύ για χρονικό διάστημα έως και τριάντα πέντε (35) έτη για καύσιμο φυσικό αέριο και έως είκοσι (20) έτη για καύσιμο μαζούτ και για καύσιμο ντίζελ. Προφανώς κάτι τέτοιο είναι ασύμβατο με το στόχο της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. (αρ.67)
Η κ. Πέρκα συνέχισε με το μέρος Δ’, το πλαίσιο ανάπτυξης Πιλοτικών Θαλάσσιων Πλωτών Φωτοβολταϊκών Σταθμών (Π.Θ.Π.Φ.Σ.), το οποίο περιλαμβάνει πλήθος προβληματικών διατάξεων, με κυριότερες την καθολική απαλλαγή των Π.Θ.Π.Φ.Σ. από περιβαλλοντική αδειοδότηση, τη χωροθέτησή τους εντός προστατευόμενων περιοχών και γενικότερα την αδειοδότηση και λειτουργία τους σύμφωνα μόνο με τις διατάξεις του ν/σ, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης.
Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται δε συνιστούν κανενός είδους «πλαίσιο». Δεν υπάρχει κανένα σύστημα κριτηρίων, είτε θετικών (κριτήρια επιλογής), είτε αρνητικών (κριτήρια αποκλεισμού). Η μόνη πρόβλεψη είναι ότι δεν απαιτείται καμία αδειοδότηση λόγω του πιλοτικού χαρακτήρα του έργου, το οποίο όμως θα λειτουργεί για τουλάχιστον 20 – 22 χρόνια.
Η λογική ότι τα θαλάσσια φωτοβολταικά λόγω του πιλοτικού τους χαρακτήρα εξαιρούνται από την υποχρέωση λήψης οποιασδήποτε άδειας κινείται στη διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που επιτάσσει η επιστήμη και η λογική. Κανονικά στα πιλοτικά έργα θα έπρεπε να γίνεται διεξοδικός έλεγχος για τα θέματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη και να γίνεται συστηματική μελέτη των επιπτώσεων, ώστε να εντοπιστούν οι παράγοντες που θα πρέπει να ελέγχονται σε επόμενα (μη πιλοτικά) έργα, ακριβώς λόγω της έλλειψης εμπειρίας και δεδομένων.
Η ανυπαρξία Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού, η καθυστέρηση της ολοκλήρωσης των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών και για τις θαλάσσιες περιοχές του δικτύου Natura 2000 και η ανυπαρξία ικανοποιητικών προβλέψεων για τις θαλάσσιες περιοχές στα μείγματα χρήσεων που «απλοποίησε και εκσυγχρόνισε» ο νόμος 4685/2020, οδηγεί σε εντελώς προβληματική κατάσταση με υπαρκτό τον κίνδυνο δυνητικών μη αναστρέψιμων επιπτώσεων στις θαλάσσιες περιοχές και τα οικοσυστήματά τους. (αρ. 90-91)
Σε ότι αφορά στο Μέρος Ε’ και τις ειδικότερες διατάξεις για την ενέργεια υπάρχουν θετικά στοιχεία που προωθούν την αύξηση/αναπροσαρμογή του ηλεκτρικού χώρου για ανάπτυξη ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, την αυτοπαραγωγή και τον ενεργειακό συμψηφισμό, πραγματικό και εικονικό. Όλα αυτά βεβαίως αφενός τελούν υπό την αίρεση των ανάλογων ενεργειών του Διαχειριστή (ΔΕΔΔΗΕ), αφετέρου δεν είναι γενναία, ειδικά σε ό,τι αφορά στα συστήματα αυτοπαραγωγών, ενώ δεν υπάρχει καμία σχετική πρόβλεψη αύξησης ηλεκτρικού χώρου για τις ΕΚΟΙΝ. (αρ.97)
Δεν μπορεί να ξεκινάς την πράσινη μετάβαση, να εξαγγέλλεις απολιγνιτοποίηση και να μην έχεις προβλέψει την αναβάθμιση των δικτύων και των υποσταθμών. Παρατηρείται συχνά το φαινόμενο του αποκλεισμού έργων από το δίκτυο, λόγω μειωμένης διαθέσιμης ισχύος στους υποσταθμούς. Και εδώ θα αναφερθώ στις λιγνιτικές περιοχές που οργανώνονται να αντιμετωπίσουν την απολιγνιτοποίηση και θα έπρεπε να υπάρχει μια πρόβλεψη για προτεραιοποίησή τους στη σύνδεση.
Σε ό,τι αφορά την ασφάλεια εφοδιασμού πρόκειται για ένα από τα μέτρα που είχε ανακοινώσει ο Υπουργός μετά το τελεσίγραφο της Ρωσίας για πληρωμή σε ρούβλια, την προσθήκη δηλαδή μιας πλωτής δεξαμενής LNG στον τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας. Ενώ επί της αρχής είναι πράγματι ένα μέτρο για την ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας, το πρόβλημα είναι η «κοινωνικοποίηση» του κόστους.
Η ΡΑΕ, πριν από το διαγωνισμό είχε καταθέσει ενστάσεις για το κόστος αντιστάθμισης φυσικών απωλειών, boil-off cost, που έχει καταθέσει ο ΔΕΣΦΑ και είναι στα ύψη. Από τα στοιχεία του διαχειριστή δεν προκύπτει το κόστος ανά κυβικό μέτρο LNG, ώστε η ΡΑΕ να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα. Επιπλέον ερωτήματα προκύπτουν και για το ποιος θα επιμεριστεί το κόστος, μετά τις διαφωνίες των μετόχων του ΔΕΣΦΑ, αυτό να ενταχθεί στο δεκαετές του Διαχειριστή. (αρ.116)
Αντίστοιχη επιφύλαξη (για την κοινωνικοποίηση του κόστους) έχουμε και για τα άρθρα 117, 118, 119, όπως και για το άρθρο 121, το οποίο ορίζει ότι η αποζημίωση θα καλυφθεί από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (δηλαδή από χρήματα των καταναλωτών).
Επιχειρείται μία ρύθμιση με πολλά ερωτηματικά, με την οποία διαφωνούν τόσο η ΡΑΕ όσο και ο ΑΔΜΗΕ. Συγκεκριμένα, γεννάται υποχρέωση να καταβληθούν στη ΔΕΗ το κόστος διατήρησης μονάδων ψυχρής εφεδρείας στα τέως Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά (ΜΔΝ), και απολογιστικά από το 2004 και μετά! (Δημοσιεύματα λένε 300 εκ.), χωρίς μάλιστα να υπάρχει και η έγκριση που απαιτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. (αρ.120)
Στο άρθρο 122 έχουμε τη θέσπιση διάταξης-ομπρέλα για τον προσωρινό μηχανισμό Επιστροφής Μέρους Εσόδων Αγοράς Επόμενης Ημέρας. Η διάταξη προβλέπει ότι οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας θα αποζημιώνονται με διοικητικά οριζόμενες τιμές, οι οποίες θα οριστούν με υπουργική απόφαση. Αυτή θα καθορίσει τον μαθηματικό τύπο για τον καθορισμό της ανώτατης τιμής για κάθε κατηγορία μονάδων (φυσικού αερίου, λιγνιτικές, υδροηλεκτρικά και ανανεώσιμες πηγές).
Εδώ πρέπει να παραδεχτεί η κυβέρνηση ότι έχει υπάρξει πολύ μεγάλη καθυστέρηση να μπει ένας κόφτης στα υπερκέρδη των ηλεκτροπαραγωγών που λέμε ήδη από τον Ιούλιο του 2021 και η κυβέρνηση δεν έχει φορολογήσει ακόμη. Πολύ αργά παραδεχτήκατε ότι υπάρχουν υπερκέρδη, αλλά ακόμα και σήμερα γίνονται «μαγειρέματα», με τροπολογίες. Προσπαθείτε να τα μειώσετε.
Αυτή την καθυστέρηση όμως την έχουν πληρώσει πολύ ακριβά οι καταναλωτές, νοικοκυριά και παραγωγικοί φορείς. Ακόμα κι αν επιστραφεί μέσω του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, υπάρχει και το θέμα της στέρησης της ρευστότητας και από τα νοικοκυριά, αλλά και από την αγορά. Υπενθυμίζω ότι εμείς θεωρούμε ως εύλογο κέρδος, μετά το πλαφόν, ένα 5%.
Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι ακόμα μια φορά η κυβέρνηση δε θα κάνει το χατήρι στο καρτέλ της ενέργειας, σχετικά με το όριο κέρδους στους παραγωγούς ενέργειας. Εφόσον η κυβέρνηση παραδέχεται πλέον ότι υπάρχουν υπερκέρδη, θα έπρεπε να στηρίξει την τροπολογία του ΣΥΡΙΖΑ για τις ρευματοκοπές. Υπάρχουν συμπολίτες μας, οι οποίοι δεν πληρώνουν το ρεύμα, γιατί δεν μπορούν. Θα έπρεπε λοιπόν να υπάρξει μια μέριμνα για εκείνους που δεν μπορούν να πληρώσουν τη ρήτρα αναπροσαρμογής.
Λόγω του μεγάλου μεγέθους του νομοσχεδίου (164 άρθρα), η Κ. Πέρκα επέλεξε να συνεχίσει την εισήγησή της στην Δ΄ συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου, στην β΄ ανάγνωση του νομοσχέδιου, όπου και ολοκληρώνεται η επεξεργασία του νομοσχεδίου στην επιτροπή