Γράφει ο Αντώνης Μάριος ΠαΠαγιώτης
Η εικόνας της αγκαλιάς του «παράνομου ζευγαριού», όπως αποθανατίστηκε από την kiss cam κατά τη διάρκεια συναυλίας των Coldplay, συνιστά δημόσια ρήξη της φαντασιακής ασφάλειας της ιδιωτικότητας. Η κάμερα κρατά για πάντα το στιγμιότυπο μιας προσωπικής στιγμής, αλλά κυρίως πυροδοτεί τη διάψευση της ασυνείδητης προσδοκίας αθέατης οικειότητας, την οποία διαρρηγνύει η αδηφάγος προσοχή της δημοσιότητας. Η συνύπαρξη μετατρέπεται σε θέαμα, το στιγμιότυπο αποσπάται από το πλαίσιο της σχέσης και κυκλοφορεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα ως αυτόνομο αφήγημα με παγκόσμια διάχυση. Μια τυχαία καταγραφή, δίχως πρόθεση πληροφόρησης, μετατρέπεται τελικά σε φορέα συμβολικής βίας, καθώς τα υποκείμενα και τα σώματά τους εκτίθενται σε έναν μηχανισμό ανεξέλεγκτης επανανοηματοδότησης.
Στο πλαίσιο αυτό, η βιντεοσκόπηση ενεργοποιεί μια αλυσίδα συμβολικών μετατοπίσεων με βαθιές ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Το ψηφιακό αποτύπωμα του συμβάντος αποσπάται από τα πρόσωπα που το βίωσαν και κυκλοφορεί με ρυθμούς που παρακάμπτουν την ψυχική επεξεργασία. Η εικόνα προηγείται της κατανόησης και το αφήγημα συγκροτείται από αλγοριθμικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς που υπερβαίνουν τη βούληση των εμπλεκομένων.
Για τη σύζυγο, η δημόσια έκθεση του στιγμιότυπου δεν συνιστά απλώς ένδειξη προδοσίας, αλλά μια τραυματική ακολουθία που αναπαράγεται με κάθε διαμοιρασμό, ειρωνεία ή φαινομενική συμπαράσταση. Η ταχύτητα της διάδοσης διέκοψε τη φυσική ροή των συναισθηματικών μεταβολών, αφαιρώντας τον απαραίτητο χώρο σιωπής που επιτρέπει τη σταδιακή συγκρότηση της θλίψης. Η προσωπική της ιστορία εκτοπίστηκε προτού προλάβει να της προσδώσει υπαρξιακό νόημα.
Το ζευγάρι που εκτέθηκε δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη των επιλογών του. Ωστόσο, η ακούσια μετατροπή του σε δημόσιο σύμβολο το καθιστά φορέα μιας νέας μορφής βίας. Η ιδιωτική χειρονομία καθίσταται αντικείμενο ηθικής αποτίμησης και ειρωνικού σχολιασμού. Η εικόνα τους αυτονομείται, κυκλοφορεί ανεμπόδιστα και φορτίζεται με εξωτερικά πρότυπα κρίσης, τα οποία υπερκαλύπτουν κάθε δυνατότητα εσωτερικής νοηματοδότησης.
Πέρα όμως από τους άμεσα εκτεθειμένους, οι επιδράσεις στον ψυχισμό εκτείνονται και προς τα παιδιά των εμπλεκομένων, τα οποία έρχονται αντιμέτωπα με έναν συναισθηματικό κλονισμό που δεν προέρχεται από δική τους εμπειρία, αλλά εισβάλλει μέσω της αποδόμησης των γονεϊκών μορφών. Η αιφνίδια, μαζική έκθεση της ενήλικης οικειότητας θολώνει τα όρια ασφάλειας. Οι γονείς, ως σταθερές συγκροτησιακές φιγούρες, μετατρέπονται σε διεθνή θεάματα. Η ανήλικη ψυχή δυσκολεύεται να περιχαρακώσει τον εαυτό της, όταν δεν προλαβαίνει να διαμορφώσει ερωτήματα ή να διασώσει τη σιωπή της. Το τραυματικό ίχνος χαράσσεται όχι από το ίδιο το γεγονός, αλλά από την κατάρρευση του πλαισίου εντός του οποίου το παιδί συγκροτεί τη σχέση με τον εαυτό και τους άλλους.
Πέρα από το ατομικό βίωμα, η υπόθεση αυτή αναδεικνύει τη δυναμική των ψηφιακών μέσων στην ενδοπροσωπική επεξεργασία. Η κυβερνοψυχολογική της διάσταση αφορά στον τρόπο με τον οποίο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρεμβαίνουν στις διεργασίες εσωτερίκευσης και αφήγησης. Δεν λειτουργούν ως ουδέτεροι αγωγοί πληροφορίας, κοινωνικής διασύνδεσης και ψυχαγωγίας, αλλά ως ενεργοί διαμορφωτές ψυχοκοινωνικών αφηγήσεων, δομώντας συναισθηματικά και νοηματικά πλαίσια. Αυτή η διαμεσολάβηση γίνεται ορατή ακόμη και μέσα από φαινομενικά αθώα σχόλια όπως το «πάρε την επιταγή», τα οποία πολλαπλασιάζονται αλγοριθμικά χωρίς να προσφέρουν στήριξη. Αντιθέτως, αποδυναμώνουν την εμπειρία, επικαλύπτοντας τη μοναδικότητά της με μια ηθικοποιημένη ρητορική ανακύκλωσης. Η εικόνα αναδεικνύεται, ενισχύεται, ανασχηματίζεται διαρκώς, χωρίς να ακολουθεί αυθόρμητους ρυθμούς κυκλοφορίας, λειτουργώντας πια ως εργαλείο παραγωγής εντυπώσεων. Η οθόνη, από εργαλείο διαμεσολάβησης, γίνεται δίοδος προς το ενδόμυχο του άλλου. Η αναζήτηση ενός χώρου ανεξάρτητου από βλέμματα συγκροτεί βασική προϋπόθεση για τη συναισθηματική ανασυγκρότηση.
Στη θέση της συμβολικής εργασίας του πένθους παρεμβάλλεται μια κοινωνική εκδραμάτιση (acting out), μια πράξη που εξωτερικεύει το μη ειπωμένο προτού αυτό αποκτήσει ψυχική μορφή. Η πλημμυρίδα του ψηφιακού λόγου καταργεί τη σιωπή ως αναγκαίο πεδίο σιωπηρής ενδοσκόπησης. Η διαγραφή των προσωπικών λογαριασμών της απατημένης συζύγου δεν συνιστά ένδειξη παραίτησης, αλλά αποτελεί πράξη αυτοπροστασίας, μια ελάχιστη απόπειρα ανάκτησης ελέγχου μέσα σε μια συνθήκη όπου ο εαυτός έχει μετατραπεί σε δημόσιο θέαμα. Η ατέρμονη κυκλοφορία του στιγμιότυπου εδραιώνει μια νέα, τεχνολογικά ενισχυμένη μορφή τραυματισμού: η επανάληψη καταργεί τη λήξη του γεγονότος. Το βλέμμα των τρίτων, μέσα από τη βία τα επανάληψης, αποσταθεροποιεί τη συνοχή του ίδιου του εαυτού, αφαιρώντας από το συμβάν τον χαρακτήρα της βιωμένης εμπειρίας.
Η kiss cam, αυτή η τηλεοπτική πρακτική που επιλέγει τυχαία ζευγάρια προβάλλοντας έναν στιγμιαίο δημόσιο ρομαντισμό, λειτούργησε στην περίπτωση αυτή ως άθελη επιβεβαίωση μιας απαγορευμένης σχέσης. Το βλέμμα της κάμερας μετατράπηκε σε πράξη αποκάλυψης χωρίς συναίνεση. Ο σύγχρονος δημόσιος ψηφιακός χώρος μοιάζει με σκηνή εξομολόγησης χωρίς ακρόαση, χωρίς συγχώρεση, με μοναδικό αποδέκτη το κοινό. Αυτό που η ψυχανάλυση θα περιέγραφε ως διαρροή του ενδοοικογενειακού φαντασιώδους, μετασχηματίζεται από τις ψηφιακές πλατφόρμες σε αναπαραγόμενο θέαμα. Η λύπη αποδίδεται με ένα emoji. Η εσωτερικότητα κατακερματίζεται.
Η ψυχαναλυτική σκέψη δεν αναζητεί ενόχους ούτε επενδύει σε τεχνολογικές υποσχέσεις. Εστιάζει στην ανάγκη συγκρότησης ενός πλαισίου που επιτρέπει τη συμβολοποίηση του βιώματος. Το τραυματικό αποτύπωμα εντείνεται από την απουσία ορίων που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν την ανεξέλεγκτη διασπορά του. Σε τέτοια συμφραζόμενα, το τραύμα επιβάλλεται ως αδιάκοπη παρουσία. Το βλέμμα του Άλλου αποτελεί δομικό στοιχείο της υποκειμενικότητας, όμως, όταν πληθαίνει χωρίς διάκριση, αποξενώνει και αδρανοποιεί. Αντί να συνοδεύει την ενδοψυχική κίνηση, την ανακόπτει.
Σε ένα περιβάλλον όπου η βεβαιότητα απαιτεί τεκμήρια και η οικειότητα εκτίθεται προτού βιωθεί, η ανάγκη επαναχάραξης της εσωτερικής ζωής καθίσταται επιτακτική. Η τεχνολογία δεν δρα αυτόνομα. Η βία αναδύεται όταν η εικόνα προηγείται της εμπειρίας και η εμπειρία θρυμματίζεται μέσα στον θόρυβο του πλήθους. Όταν μια αγκαλιά μετασχηματίζεται σε τραύμα, η αιτία δεν εδρεύει στην πράξη καθεαυτή, αλλά στην απώλεια της σιωπής που θα της προσέδιδε σημασία.
Αντώνης-Μάριος ΠαΠαγιώτης, e-κοδόμος.
Δόκιμος Ψυχολόγος / Υπό διαμόρφωση Ψυχοθεραπευτής – σε μακρά θεραπεία με την ακαδημαϊκή κοινότητα.
Ο ίδιος, κινείται μεταξύ ετερόκλητων ακαδημαϊκών και επαγγελματικών πεδίων, με
σταθερό προσανατολισμό στην ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία. Η εμπειρία του στον
ανθρωπιστικό τομέα αποδεικνύεται μετασχηματιστική, ενώ η ενεργή του παρουσία στον
χώρο της επικοινωνίας, του πολιτικού και ψηφιακού μάρκετινγκ συνεχίζει να τροφοδοτεί
τις συνθετικές του αναζητήσεις. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στις
ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις των τεχνολογικά διαμεσολαβημένων
αλληλεπιδράσεων.