-Κι έτσι κι εγω, Χάμπο, παίζω τακτικά τζόκερ. Δε ξες ποτέ!
-Και παίζεις πολλά, Γιώργο;
-Άαα μπα! Πέντε ευρώ το πολύ – πολύ την εβδομάδα. Και από καμιά βδομάδα ξεχνάω να παίξω…
-Άρα, περίπου δεκαπέντε ευρώ το μήνα…
-Ναι, Γιάννε. Κάτι τέτοιο περίπου. Και για να σε προλάβω, γιατί ξέρω εκεί θα το πας, είσαι και σβέλτος στους λογαριασμούς, εκατόν ογδόντα ευρώ το χρόνο!
-Σωστά! Αλλά δεν είν’ αυτό το θέμα. Άσε που, δεν μπορεί, κάτι θα κερδίζεις από καιρό σε καιρό. Έστω και από λίγα…
-Σωστά, Γιάννε. Κάτι πολύ λίγα μερικές φορές. Αλλά, τότε, ποιο είν’ για σένα το θέμα, αν δεν είν’ το οικονομικό;
-Το θέμα είν’, Γιώργο… κοίτα να μη γελάσεις…έχω μιαν, ατεκμηρίωτη, θεωρεία, που βασίζεται μόνο στην εμπειρία μου…
-Και τι λέει στη η εμπειρία σου, μέσες – άκρες, δηλαδή, Γιάννε;
-Η θεωρία μου, Χάμπο, λέει πως όλα, σ’ αυτή τη ζωή, είναι πάνω σε μια ζυγαριά.
-Δηλαδή, για κάν’ το πιο Λιάνα, Γιάννε.
-Θα σου πω, Γιώργο. Πιστεύω, πως κάπου, κάτι…θες πες το πεπρωμένο, θες πες το ό,τι θες, αποφασίζει ως εξής: Για κάθε τι καλό ή χαρούμενο που σου συμβαίνει, βάζει στη ζυγαριά της ζωής σου, απ’ το άλλο τάσι της, για αντίβαρο, κάτι κακό, ή στενάχωρο.
-Τι λες τώρα, Γιάννε. Κι εγώ το ‘χω παρατηρήσει. Αφού και η μάνα μ’ η Κάλη, ατό έλεέν με: “Χάμπο”, έλεε, “Να εξέρτς, πούλι μ’, κοντά σε κάθε καλό που σου ‘ρχεται, γρήγορα θα σου ‘ρθει και έναν κακό. Για τ’ ατό να είσαι πάντα έτοιμος”, με έλεε η μάνα μ’ η Κάλη. Κι η γιόγια μ’ η Πελάσα, άκουε και κουνούσε το κιφάλ’ νατς, και έλεεν: “Αραέτς εν Χάμπο, πούλι μ'”.
-Οι παλιοί, Χάμπο, το ‘λεγαν με τη θυμοσοφία τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
-Και για στάσου, Γιάννε. Ας πούμε, εγώ, πέρασα στο Πολυτεχνείο. Τι το κακό έχει αυτό;
-Κοίτα, Γιώργο. Το καλό είναι που πέρασες και σιγά – σιγά παίρνεις το πτυχίο σου. Το κακό είναι που μετά απ’ αυτό, βγαίνεις στη δουλειά, πας σερί και ένας Θεός ξέρει για ποσά χρόνια πια, μέχρι να βγεις στη σύνταξη.
-Και ο γάμος, Γιάννε;
-Ο γάμος; Εγώ, παράδειγμα, έμεινα γεροντοπαλλήκαρο. Δεν ένοιωσε τη χαρά της συζύγου, της νοικοκυροσύνης, ενός σπιτικού φαγητού, του συντρόφου γενικά…
-Και το καλό;
-Δεν είχα πεθερά! Δεν είχα να με λεν τι να κάνω! Έπαιρνα το καπελάκι μου, το φορούσα στραβά και τραβούσα για όπου ήθελα.
-Ενώ εγώ, Γιάννε, ακριβώς το ανάποδο.
-Ναι, Χάμπο. Εσύ παντρεύτηκες για.
-Κι εγώ, Γιάννε, δηλαδή, δεν κατάλαβα. Τι να κάνω τώρα; Να μην τελειώσω το Πολυτεχνείο για να μη μπω στο ζόρι της δουλειάς;
– Όχι, προς Θεού! Άλλο θέλω να πω. Να έχεις, όμως, πάντα στο μυαλό σου, όπως έλεγαν η Κάλη και η Πελάσα στο Χάμπο, και όπως είπαν και τόσοι άλλοι, πως κοντά στο καλό έρχεται και το κακό και πως κοντά στο στενάχωρο, έρχεται το χαρούμενο. Όλα ειν σε μια ζυγαριά δηλαδή. Μια ζυγαριά…”διαπλανητική”!
-Και λοιπόν;
-Και λοιπόν, Γιώργο, αυτή είν’ η ζωή! Τι αλλο; Αυτό γίνεται γιατί ζεις!