Ἀντώνιε, διάβασα τὸ ἄρθρο τοῦ Χρίστου Δάλκου περὶ ἀρχαίων «ἀραντίδων» καὶ νεοελληνικῶν «ραν(τ)ίδων». Ρώτησα τὴ μάννα μου ἐπ’ αὐτοῦ καὶ μοῦ ἀφηγήθηκε πῶς ἔφτιαχναν στὸ Μικρόβαλτο τὸ φαγητὸ ποὺ τὄλεγαν «ραντστές-ραντιστές». Μᾶλλον εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ ΧΔ.
Οἱ ραντστές – Γράφει ο Νικήφορος Μανάδης
Ἔπιρνάμι μνιὰ κουσκιντστιὰ ἀλέβρ’ κι τοὺ κουσκνούσαμι ἀπάν’ στοὺν τράπιζου. Ὕστιρα ράντζαμι τ’ἀλέβρ’ μὶ νιρὸ ἀ κι αὐτὸ σβώλιαζι. Τἀνακάτουνάμι κι πάλι ράντζαμι κι σβώλιαζι. Τὄφκιανάμι οὕλου ἔτσιας μέχρι νὰ σβώλιαζι σχιδὸν ὅλου τ’ἀλέβρ’. Ὕστιρα τοὺ κουσκνούσαμι πάλι ὅλου μαζὶ κι ἔπιφτι τἀσβώλιαστου τ’ἀλέβρ’. Ἀμπουτὶς ἅμα ἔμνισκι ἀλέβρ’ μέσ’ στὰ ζγκρουβάλια θὰ γένουνταν ὕστιρα τοὺ φαΐ μας σὰν κουρκούτ’. Μάζουνάμι κι ἅπλουνάμι τοὺ σβουλιασμένου μέχρι νὰ ὄψιαζι καλά. Ἅμα ἔρχουνταν ἡ ὥρα νὰ φκιάσουμι φαΐ, καθάρζαμι πράσα κι τὰ λιάντζαμι νὰ γέν’ φτνά. Τὰ τσιγάρζαμι μὶ λίγου λάδ’ κι ἔρχναμι, νιρὸ κι ἅλας. Ἅμα χουρχούλαζι, ἔρχναμι μέσα λίγου λίγου κι τὰ ζγκρουβάλια τς ραντστὲς κι στέκουνταν, δὲ σκουρποῦσαν, ἀφοῦ εἶχαν σβουλιάσ’ κι οὐψιάσ’ γιρά. Ἅμα ἔσουνι τοὺ βράσιμου, ἐβαζάμι τοὺ τρανὸ τοὺ τηγάν’ ἀπάν’ στοὺν τράπιζου κι χλιαρνούσαμι ἀποὺ λουΰρ’ ὅλ’. Ἄλλ’ τὄφκιαναν κι παπάρα κι χόρτινάμι κι μνιὰ χαρά. Ἦταν σὰ νηστίσιμους τραχανᾶς π’γένουνταν τ’ἀκουσιοῦ.
Ἰά. Ἔτσιας ἔφκιανάμι κάναν κιρὸ στοὺ χουργιὸ ἀ κὶ πουρεύουνταν ἡ οἰκουγένεια. Δόξα Τουν.
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
Τρίτ’26φλιβάρ’ τ’ἁγίουΘιουκλήτου
γιουρτάζ’ κι ἡ Δισπότς στ’ Φλώρινα, χρόνιατ’ πουλλά.
γράψιμου ἀρ.νι.μα.