Στα ορυχεία των Παυλίδη – Αδαμοπούλου, παρά τις αντίξοες συνθήκες και τα διαθέσιμα μέσα προς εξώρυξη, δημιουργείται ένα σημαντικό υπόβαθρο για την μετέπειτα εξέλιξη της περιοχής. Όχι σπάνιο ήταν το πρόβλημα της εύρεσης υδροφόρου ορίζοντα κατά τις εργασίες, με αποτέλεσμα να πληρώνουν νερό τα ορύγματα και να υπάρχει κίνδυνος πνιγμού των εργατών. Παράλληλα υφίστατο ανάγκη να υπάρχει ένα μέσο, ώστε να μπορούν να μετακινηθούν συσσωρευμένοι όγκοι απόθεσης. Έτσι παραγγέλθηκε, μια ειδική αντλία για το πρόβλημα της εισροής των υδάτων στα ορύγματα και τις στοές, αλλά και ειδικό ερπυστριοφόρο όχημα, τύπου Caterpillar (αυτή η παραγγελία έγινε πριν το 1938), με βραχίονες και τσάπα / κάδο, ώστε να λυθούν τα συγκεκριμένα προβλήματα. Η μεν αντλία και το όχημα παρελήφθησαν, όμως η τσάπα / κάδος ταξίδεψε με άλλο πλοίο. Το πλοίο βυθίστηκε από υποβρύχιο, έτσι το όχημα έμεινε χωρίς τον κάδο συλλογής και απώθησης. Επιστρατεύθηκε τεχνίτης της περιοχής (Θεοδωρίδης Θεόδωρος) ώστε να δημιουργηθεί σχετική πατέντα. Όμως, η αυτοσχέδια τσάπα δεν είχε τις δυνατότητες μετακίνησης σε θέσεις της αυθεντικής. Έτσι το όχημα έχασε σημαντικό ποσοστό της ικανότητάς του, μη ικανό για αρκετές εργασίες για τις οποίες παραγγέλθηκε.
Παράλληλα, βέβαια, με τη λειτουργία αυτών των ορυχείων, το καθεστώς Μεταξά, κινείται, με ιδιαίτερο ζήλο, για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας. Επιχειρείται με κάθε τρόπο η ουδετερότητα, ειδικά ως προς την Γερμανία, και η εύρεση συμμαχιών προς τον αγγλικό και αμερικάνικο παράγοντα. Το 1939, χρονιά κατά την οποία οι Ιταλοί κατέλαβαν, στις 12 Απριλίου, την Ιταλία, υπεγράφη σύμβαση με τον Ελληνοαμερικάνο νομικό Γεώργιο Φίλη. Με αυτήν του παραχωρήθηκε δικαίωμα αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη(κηρύσσεται έκπτωτος το 1940, κατορθώνει,όμως, να την ενεργοποιήσει το 1946).
Σημείο αναφοράς, ύποπτο εν πολλοίς, συνιστά η σύμβαση Cooper. Η τελευταία επικυρώθηκε με τον αναγκαστικό νόμο του κράτους 2220.1940 (ΦΕΚ 65, τ. 1 (17-02-1940), με επίκεντρο την εκτροπή και εν γένει εκμετάλλευση της ροής του Αχελώου ποταμού. Με αυτήν την σύμβαση προς την αμερικανικών συμφερόντων Hellenic Hydroelectric and Metallurgical Corporation, το Ελληνικό Δημόσιο παραχωρούσε σχετικά δικαιώματα, πρώτιστα προς τηνυδροηλεκτρική κατεύθυνση.Τα ψιλά γράμματα της σύμβασης, ήταν η διάρκειά της έως την 31η Δεκεμβρίου του 2010 (αρθρ. 1, παρ. 1), η λύση της συμφωνίας σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των όρων έως την 31η Δεκεμβρίου του 1952 (αρθρ. 11, παρ. 2), αλλά και πέραν των υδροηλεκτρικών, το προνόμιο της ίδρυσης βιομηχανικών εγκαταστάσεων «ηλεκτρομεταλλουργίας» και «ηλεκτροχημείας» έως την 31η Δεκεμβρίου του 1965, με δικαιώματα χρήσης έως την 31η Δεκεμβρίου του 2010. Σημειωτέον πως η τελευταία παραχώρηση, έπεται στο κείμενο, των ως άνω προβλέψεων έκπτωσης, ενώ στα προνόμια η σύμβαση επεκτείνεται στην παραγωγή μιας σειράς διαφόρων μετάλλων (αρθρ. 56), η εκμετάλλευσή των οποίων, έληγε έως την 31η Δεκεμβρίου του 2010. Στην σύμβαση Cooper, αναφέρθηκε ιδιαίτερα ο Δημ. Μπάτσης, στο βιβλίο του «Η βαριά Βιομηχανία στην Ελλάδα» (1947), ο οποίος εκτελέσθηκε στις 30-03-1952, μαζί με τους Ν. Μπελογιάννη, Ν. Καλούμενο, και Η. Αργυριάδη.
Το Σεπτέμβριο του 1940 δημιουργήθηκε κρατική επιτροπή για την αξιοποίηση του υπεδάφους της επαρχίας μας. Εντούτοις δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τους στόχους, αφού τα τραγικά συμβάντα, τα οποία συντάραξαν τον κόσμο ανέστειλαν, σχεδόν, τα πάντα και φυσικά τις εξελίξεις στο ζήτημα. Πάραυτα, λίγους μήνες μετά, μέσα στο 1941, ιδρύθηκαν υπό του Γ. Βαρβούτη τα «Λιγνιτωρυχεία Βεύης», στα οποία περιήλθε το 1961 το 99% της εταιρίας του Διαμαντόπουλου, με αποτέλεσμα την «Λιγνιτωρυχεία Αμυνταίου ΑΕ».
Ανακίνηση του ζητήματος, είχαμε ένα χρόνο μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1946, κάτω από την αιγίδα του νέου παγκοσμίου φορέα: του Ο. Η. Ε. Από τα πρώτα πράγματα τα οποία προσπάθησε να προωθήσει άμα τή ιδρύσει του, ήταν η ανασυγκρότηση των πληγέντων ανά των κόσμο εθνών, σε μια υφήλιο που έβγαινε καταβεβλημένη, πλην,όμως, ζωντανή. Κάτω από τις συγκυρίες αυτές συστάθηκε η U.N.R.R.A., δηλαδή ο «Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών». Στα πλαίσια λοιπόν της τελευταίας, συνίσταται μια νέα επιτροπή στην χώρα μας τον Αύγουστο του 1946 από τον BuellMaben, με πρόεδρο τον Ιωάννη Ζίγδη, η οποία 9 μήνες μετά εξέδωσε εξάτομο σχετικό έργο. Σ΄ αυτό, ειρήσθω εν παρόδω, καταγράφεται η κατάρριψη του κατασκευασμένου μύθου της «Ψωροκώσταινας». Σύμφωνα με τον τελευταίο, η χώρα μας εξ αιτίας της δήθεν μη αναστρέψιμης υλικής και ειδικότερα ενεργειακής πενίας, έπρεπε να σύρεται πίσω από το άρμα του κάθε πλανητάρχη, περιφερομένη στις πεδιάδες των ζωνών επιρροής που τότε διαμορφώνονταν. Στις αρχές του ιδίου χρόνου η U.N.R.R.A., σε έκδοσή της με τον τίτλο «Ο Ορυκτός Πλούτος της Ελλάδος», αναφέρει πως τα υπολογιζόμενα κοιτάσματα έφθαναν στο ύψος του ενός δισεκατομμυρίου τόνων. Είναι φανερό πως η περιοχή μας, ήδη, είχε ξεφύγει από κάθε μέτρο σύγκρισης, αναφορικά με οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Ελλάδος. Από πολλούς πιστεύεται πως εσκεμμένα δεν λήφθηκαν υπόψη τα πορίσματα της προαναφερομένης επιτροπής. Ήδη αναφερθήκαμε στην υπόθεση Μπάτση. Εκείνο, πάντως,το οποίο, δεν αμφισβητείται, είναι το γεγονός πως, πλέον, το λιγνιτικό από την περίοδο αυτή ξεφεύγει από τα στενά Εορδαϊκά όρια και αρχίζει να αναδεικνύεται σε εθνικό επίπεδο.
Ασφαλώς, όμως, το Δημόσιο, σε συνεργασία και με την ιστορία της σύμβασης Cooper, έπρεπε να ξεμπερδέψει με τις έως τώρα ανά την Ελλάδα δραστηριοποιούμενες στο χώρο επιχειρήσεις. Παρότι στην περιοχή συνέχισαν να δραστηριοποιούνται εταιρίες όπως η Ένωση «Αγία Βαρβάρα» και ο Βαρβούτης στη Βεύη, άρχισε να διαφαίνεται το επερχόμενο τέλος της εποχής των μικρών ιδιωτών στο λιγνίτη. Οι νέες, τεράστιες ανάγκες, οι οποίες απαιτούσαν ανάλογες δυνατότητες σε υποδομή προς εξόρυξη, δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν από ελάσσονες επιχειρηματίες- παρόχους. Επιπλέον η ενεργοποίηση της συμβάσεως Φίλη, καθιστούσε μονόδρομο για την απόκτηση δικαιωμάτων στην περιοχή, την εξαγορά της εταιρίας του Παυλίδη και Αδαμοπούλου. Τα πράγματα δε έγιναν πιο εύκολα, με τον πρόωρο χαμό του Γ. Παυλίδη το 1947.