‘-“Βέβαια, μπαμπά”, με λέει, η Διαλεχτή, ξέρεις, η κόρη μου, “πρέπει να εκσυγχρονιστείς”, με λέει, “να είσαι μοντέρνος”, με λέει, “μη γίνεσαι αντίκα”, με λέει, “τουλάχιστον να είσαι vintage”!
-Τι σε είπε να είσαι, Κάκκο;
-Με λέει, “Να είσαι vintage”! Κατάλαβες, Χαμπο; “Πως το λένε”, με λέει, “να είσαι…ρετρό”!
-Δηλαδή, Κάκκο, σου ζήτησε να εκσυγχρονιστείς, σωστά;
-Ναι για, αυτό ήταν το νόημα, Χάμπο. Να γίνω, πες, μοντέρνος…
-Μάλιστα! Να εκσυγχρονιστείς. Δε ξέρω, Κάκκο, εγώ πάλι, οπότε ακούω εκσυγχρονισμός, κάπως τσιτώνω. Πως άμα πατούσαμε το γκάζι στη χιλιάρα τη μηχανή. Έτσι!
-Εσύ, το πας πολιτικά, Χάμπο; Μιλάς για τότε;
-Άαα, όχι. Δεν είχα αυτό τον εκσυγχρονισμό στο μυαλό μου. Απ’ την άλλη κι εκείνος λίγος δεν ήταν!
-Τότε τι εννοείς, Χάμπο;
-Εννοώ, Κάκκο, τότε, τα παλιά τα χρόνια, δημοτικό ακόμα, στο Ριζάρι, γύρω στο ’65; Δε θυμάμαι πια. Μπορεί πιο πριν, μπορεί και πιο μετά. Έβαλαν στόχο να μας εκσυγχρονίσουν, που λες.
-Άαα, σα να το πιάνω το υπονοούμενο, Χάμπο. Και τι κάναν λοιπόν;
-Λοιπόν, Κάκκο, το Ριζάρι, τότε, ήταν ένα όμορφο, γραφικό χωριό. Με ρυάκια απ’ τις δυο πλευρές της ασφάλτου. Άσφαλτος, βέβαια, ο δρόμος. Στη μέση ο δρόμος κι απ’ τις δυο πλευρές το χωριό.
-Κι αφού λες ρυάκια, θα είχε δένδρα, έεε Χάμπο;
-Δένδρα; Πλατάνια…Τεράστια. Σμίγανε πάνω απ’ την άσφαλτο τα αντικρυστά πλατάνια. Τούνελ από φύλλωμα. Παχειά σκιά. Καθόμασταν στην κάψα…καλοκαίρι για…στα παγκάκια και βουτούσαμε τα πόδια μας στο αυλάκι. Έτσι τα λέγαμε. Αυλάκια.
-Είχαν νερό; Έτρεχε με δύναμη;
-Ναι. Τον περισσότερο καιρό. Αν δεν το ‘κοβε κανείς για να ποτίσει τον μπαξέ του, είχε νερό ορμητικό το αυλάκι.
-Ωραία εικόνα, Χάμπο. Ρυάκια, πλατάνια, παγκάκια, ξυπολταρία, τα πόδια στο νερό, δροσιά!
-Ναι, Κάκκο. Αυτά όμως προ εκσυγχρονισμού.
-Γιατί; Τι απέγινε με τον εκσυγχρονισμό, Χάμπο;
-Έγινε, το έλα να δεις έγινε.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή, Κάκκο, πρώτα – πρώτα κόψανε τα πλατάνια για να φαρδύνει η άσφαλτο… Όλα! Μετά καλούπωσαν πιο μέσα προς τα οικόπεδα καινούρια τσιμεντένια αυλάκια. Ξηλώθηκαν τα παγκάκια που έμειναν πάνω στο νέο δρόμο…Πάνε τα νυχτέρια, το παρακάθ που λέμε οι Πόντιοι, πάνε τα παγκάκια, πάνε όλα, πάνε! Σύριζα ξηλώθηκαν όλα! Ας όψεται ο εκσυγχρονισμός.
-Ας όψεται, Χάμπο. Λυπάμαι. Πολύ λυπάμαι! Τι vintage και μίντατζ. Εμείς είμαστε παλιοκαιρίτες. Μας αρέσει το ωραίο!
-Να πεις τη Διαλεχτή, λοιπόν, ας κρατάει μικρό καλάθι με τον εκσυγχρονισμό. Γιατί εκτός απ’ τον εκσυγχρονισμό υπάρχει και η ομορφιά!