Κώσταμ᾿, τὰ συχαρίκιαμ’ γιὰ τοὺ ἄρθρουσ’
γιὰ τοὺν μπαρμπαΒασίλ’ κι τ’Λένου! Καπακίζου σὰν πχοιὸς νἆνι,
ὅπους κι ἡ μπάρμπαΚότσιους. Καλὸν παράδεισουν σὶ ὅλ’.
Ὅπους τοὺ λιέει κι ἡ λέξ’ ἦταν μύλους μὶ τοὺ χέρ’. Ἄληθαν μὶ τοὺ χέρ’. Πιλικοῦσαν πρῶτα μνιὰ πέτρα κι ‘νἔφκιαναν βαθιὰ σὰν ταψὶ πέτρινου, ἀλλὰ εἶχι ἀποὺ κάτ’ κι βάσ’ γιὰ βάρουν. Ὕστιρα ἔφκιαναν κι μνιὰ πλάκα νὰ χουράη μέσα σιαυτὸ τοὺ ταψί. Στ’ μέσ’ ἔφκιαναν τρύπα κι στέργιουναν ἕνα ξύλου σὰν ἄξουνα. Ἀποὺ ‘ντρύπα ἔρχναν λίγου-λίγου, ὅ,τ’ἄληθαν. Σνἄκρια στέργιουναν κι ἄλλου στλιαράκ’ μκρὸ κρανίσιου ἢ πουρναρίσιου, γιὰ νὰ τοὺ πχιάν’ κι νὰ φέρν’ λουΰρ’ λουΰρ’ γυρουβουλιὰ ‘μπλάκα. Στὰ λιξικὰ λέγιτι, «ὁ χειρομύλων, ἡ χειρομύλη, τὸ χειρομύλιον, χειρόμυλος καὶ χερόμυλος». Στοὺ διαδίκτυου ἔχ’ κι φωτουγραφίις ἰκφραστικές.
Σιαὐτὸν τοὺν χειρόμυλου ἄληθαν τὰ μπληγούργια. Ἅμα ἁλώντζαν τὰ κινούργια τὰ στιάργια ξιχώρζαν γιὰ τὰ μπληγούργια. Πρῶτα τοὺ καθάρζαν. Ὕστιρα τοὺ ξέπλυναν, τοὺ στέγνουναν στοὺν ἥλιου κιαὐτὸ κουκάλιαζι. Ἔτσ’ ὅμους δὲν ἔβγαζι ἀλιβρίσια σκόν’. Κι τέλους τοὺ πάηναν στς χειρόμυλ’ κι τἄληθαν οἱ ἴδγιοι. Ἅπλουναν πρῶτα ἀποὺ καταῆς τίπουτα μισάλια ἢ κάνα βαμπακιρνὸ σιντόν’, γιὰ νὰ μαζέβν τἄλισμα. Ὕστιρα ἔρχναν λίγου-λίγου τοὺ στιάρ’ στ’ μέσ’ στν τρύπα κι αὐτὸ πάηνι ἀνάμισα στς πλάκις κι χουντρουκόβουνταν. Ἔτσιας γένουνταν τοὺ μπληγούρ’.
Γιὰ τοὺν στιαρίσιου, τοὺν γλυκὸ τοὺν τραχανᾶ, μόνου καθάρζαν τοὺ στιάρ’ κι τοὺ πάηναν στοὺν χειρόμυλου. Αὐτὸς ἔβγαζι κι λίγου ἀλεύρ’ γιατιαὐτὸ κι ὅταν ἔβραζι μὶ τοὺ γάλα πήχτουνι.
Στοὺ χουργιό μας χειρόμυλ’ εἶχαν οἱ Γκαλτσάδις, ἡ Μπουκλᾶς κι οἱ Τζηκάδις κι προυλάβισκναν ὅλα τὰ μπληγούργια κι τὰ τραχανάδγια ἀπ’ τς χουργιανοί. Ἅμα ἤθιλναν ἔδουναν ἀποὺ καμνιὰ χούφτα ἄλισμα γιὰ δικαίουμα-πλιαρουμή. Ὅμους ὅλ’ ἦταν φτουχοὶ ἀ κι δὲν εἶχαν παράδις. Ἀργότιρα ἄληθαν μπληγούρ’ κι τραχανάδγια στοὺν μύλου στὰ Σέρβγια. Ἔμ στοὺ μύλου κάτ’ θἄδουναν.
Πέφτ’19δικιμβρίου2019
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
κι ἡ γιός τς ἀρ.νι.μα.