Στην πρόσφατη συνέντευξή του στο Esquire (Leo Unfiltered), ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο αναφέρεται στην εμπειρία του να κλείνει τα πενήντα και στην ανάγκη να εκφράζεται με μεγαλύτερη ευθύτητα, ακόμη και αν αυτή συνεπάγεται τον κίνδυνο της απώλειας. Η φράση του ότι «μεγαλύτερο μέρος της ζωής βρίσκεται πίσω παρά μπροστά» προσλαμβάνει υπαρξιακή βαρύτητα, υπερβαίνοντας τα όρια της προσωπικής αφήγησης.
Η δημόσια εικόνα του χολιγουντιανού σταρ, με τις συχνά σχολιαζόμενες σχέσεις του με νεότερες γυναίκες, αναδεικνύει το πώς η ψυχανάλυση φωτίζει την ανδρική ωρίμανση, τον ερωτικό δεσμό και τη σκιά του θανάτου που βαραίνει την επιθυμία. Στα πενήντα του χρόνια, ο ηθοποιός δηλώνει ότι θέλει να είναι «ευθύς», να μη χάνει χρόνο και να λέει ακριβώς αυτό που νιώθει. Η μετατόπιση αυτή αγγίζει τον πυρήνα του ψυχικού βίου, αποκαλύπτοντας την αλληλεπίδραση ανάμεσα στον χρόνο, την αλήθεια και την επιθυμία.
Ο Φρόυντ (1920/1961) τόνισε ότι ο χρόνος δεν βιώνεται ποτέ ως ουδέτερη διάσταση. Η εμπειρία της μέσης ηλικίας λειτουργεί ως οξεία υπενθύμιση του πεπερασμένου. Το απόσταγμα της συνέντευξης του Ντι Κάπριο συνοψίζεται στην επίγνωση ότι το διαθέσιμο μέλλον φαντάζει μικρότερο από το παρελθόν που ήδη έχει διανυθεί. Μια τέτοια συνειδητοποίηση ενεργοποιεί το άγχος θανάτου, το οποίο δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί πλήρως και αναζητά διαρκώς ανακουφιστικά σχήματα. Ο Becker (1973) το περιέγραψε ως «άρνηση του θανάτου», δείχνοντας ότι οι κοινωνικές και προσωπικές αφηγήσεις συγκροτούνται γύρω από την προσπάθεια παραμερισμού της απειλής του τέλους.
Η διαδοχή νεαρών συντρόφων δεν περιορίζεται στην εικόνα ενός κοσμικού τρόπου ζωής, αλλά μπορεί να ερμηνευθεί ως φαντασιακή άμυνα απέναντι στη φθορά. Η επιλογή αυτή αναπαριστά μια διαρκή προσπάθεια επανασύνδεσης με το ιδανικό του «αιώνια νέου» εαυτού. Κάθε δεσμός με πρόσωπο πολύ νεότερο λειτουργεί ως καθρέφτης που ενισχύει την αίσθηση διατήρησης της νεότητας και αναστέλλει συμβολικά το βίωμα της παρέλευσης του χρόνου. Η στρατηγική αυτή, ωστόσο, παραμένει περιορισμένη, αφού η πραγματικότητα του χρόνου επανέρχεται και υπενθυμίζει την αναπόδραστη εμπειρία της απώλειας.
Στο επίπεδο του ερωτικού δεσμού, η δήλωση του Ντι Κάπριο ότι επιλέγει την «απόλυτη ειλικρίνεια», ακόμη και με τον κίνδυνο να οδηγηθεί μια σχέση στη διάλυση, δείχνει μια μετατόπιση προς τον έρωτα ως τόπο ανάδυσης της αλήθειας. Ο Λακάν (1975) υπογράμμιζε ότι ο έρωτας συνίσταται στο «να δίνεις αυτό που δεν έχεις σε κάποιον που δεν το θέλει», μια κίνηση που ενέχει τρωτότητα και έκθεση. Η ωρίμανση στον έρωτα μπορεί να νοηθεί ως η ικανότητα να αντέχεις την πιθανότητα της απώλειας και να επιτρέπεις στον δεσμό να ολοκληρώνεται, αντί να τον παρατείνεις μέσα από σιωπές και προσποιήσεις.
Η αναφορά του Ντι Κάπριο στη μητέρα του, που «λέει ακριβώς αυτό που σκέφτεται», συνδέει την εικόνα του γονέα με την προοπτική της γήρανσης. Ο γονέας, ήδη πιο κοντά στο τέλος της ζωής, καθρεφτίζει την αναπόφευκτη συνθήκη ότι δεν υπάρχει χρόνος για ψευδείς άμυνες. Η αλήθεια, ακόμη και όταν προκαλεί πόνο, αναδεικνύεται ως αναγκαιότητα. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να ενταχθεί η παρατήρηση της Kristeva (1989), σύμφωνα με την οποία το ξένο δεν είναι απλώς μια εξωτερική φιγούρα, αλλά μια εμπειρία που εγγράφεται στο εσωτερικό του υποκειμένου. Η συνάντηση με αυτό το «ξένο μέσα μας» δεν περιορίζεται στην κοινωνική ή πολιτισμική διάσταση, αλλά αποκαλύπτει τη ριζική αδυναμία μας να παραμείνουμε αυτάρκεις και πλήρεις. Παράλληλα, ο Winnicott (1971) δείχνει ότι η αυθεντικότητα καθίσταται δυνατή όταν το υποκείμενο παύει να συμμορφώνεται με τις κοινωνικές προσδοκίες και αντλεί από τον αληθινό εσωτερικό του εαυτό.
Η επιλογή συντρόφων σημαντικά νεότερης ηλικίας μπορεί να ερμηνευθεί μέσα από τη φροϋδική έννοια του καταναγκασμού επανάληψης (Wiederholungszwang). Ο Φρόυντ (1961/1920) υποστήριξε ότι το υποκείμενο τείνει να αναπαράγει ασυνείδητα σενάρια που δεν έχουν πλήρως επεξεργαστεί, ακόμη κι όταν αυτά οδηγούν σε αδιέξοδο ή πόνο. Η ακολουθία σχέσεων με γυναίκες που εκ των προτέρων δεν προορίζονται για σταθερή δέσμευση μπορεί να λειτουργεί ως επανάληψη του άλυτου οιδιπόδειου σχήματος. Έτσι, η αποφυγή του μόνιμου δεσμού συντηρεί την ψευδαίσθηση ελέγχου και καθυστερεί τη σύγκρουση με την απώλεια ή με την αναπόφευκτη συμβολική αντικατάσταση της μητέρας.
Η κοινωνία, που συχνά εστιάζει στην εικόνα και στη νεότητα, τείνει να διακωμωδεί ή να στιγματίζει τέτοιες επιλογές. Πίσω όμως από τις αναφορές σε «μοντέλα των είκοσι» ή σε «κρίσεις μέσης ηλικίας» αναδύεται ένα πιο σύνθετο ψυχικό δράμα. Πρόκειται για την αναμέτρηση με την απώλεια της παντοδυναμίας και με την εμπειρία ότι η επιθυμία δεν έχει τη δύναμη να σταματήσει τον χρόνο. Ο Ντι Κάπριο δεν εμφανίζεται μόνο ως σταρ που εναλλάσσει συντρόφους. Γίνεται σκηνή όπου εγγράφονται οι αγωνίες του αρσενικού υποκειμένου μπροστά στην πτώση της εικόνας, στη συνειδητοποίηση της θνητότητας και στην αναζήτηση λόγου που δεν θα σπαταλήσει ό,τι απομένει.
Ο κινηματογράφος και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τρέφουν και αναπαράγουν αυτό το αφήγημα. Η φιγούρα του σταρ λειτουργεί ως πολιτισμικό σύμβολο που υπερβαίνει τα όρια της προσωπικής του βιογραφίας. Ο Ντι Κάπριο γίνεται οθόνη πάνω στην οποία προβάλλονται κοινωνικές φαντασιώσεις για την αιώνια νεότητα, την ανδρική ισχύ και την αποφυγή της φθοράς. Η δημόσια συζήτηση γύρω από τις επιλογές του, είτε χλευαστική είτε ηθικολογική, αποκαλύπτει περισσότερο τις δικές μας συλλογικές αγωνίες παρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου που βρίσκεται στο επίκεντρο.
Στο ψυχαναλυτικό πλαίσιο, η ωρίμανση περιλαμβάνει την ικανότητα να ενσωματώνεται ο φόβος του θανάτου στον λόγο και να συμβολοποιείται, ώστε το υποκείμενο να μπορεί να μιλά γι’ αυτόν χωρίς να τον απωθεί πλήρως. Ο Ντι Κάπριο φαίνεται να επιχειρεί, άλλοτε αδέξια και άλλοτε αντιφατικά, να ονομάσει το άγχος, να επιμείνει στην ειλικρίνεια και να μη μεταθέτει όσα τον βαραίνουν. Η επιθυμία του συνδέεται με την ηλικία των συντρόφων του, χωρίς όμως να εξαντλείται σε αυτήν. Εκφράζει το αίτημα για ζωή με νόημα και για έναν δεσμό που αντέχει στον χρόνο, ακόμη κι όταν τον αναζητά σε πρόσωπα που υπόσχονται τη νεότητα.
Βιβλιογραφία
Becker, E. (1973). The denial of death. Free Press.
Freud, S. (1961). Beyond the pleasure principle (J. Strachey, Trans.). W. W. Norton. (Original work published 1920).
Kristeva, J. (1989). Étrangers à nous-mêmes [Strangers to ourselves]. Fayard.
Lacan, J. (1975). Le séminaire, Livre XX: Encore, 1972–1973. Éditions du Seuil.
Winnicott, D. W. (1971). Playing and reality. Tavistock.
*Αντώνης-Μάριος ΠαΠαγιώτης, e-κοδόμος.
Δόκιμος Ψυχολόγος / Υπό διαμόρφωση Ψυχοθεραπευτής – σε μακρά θεραπεία με την ακαδημαϊκή κοινότητα
Ο ίδιος, κινείται μεταξύ ετερόκλητων ακαδημαϊκών και επαγγελματικών πεδίων, με σταθερό προσανατολισμό στην ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία. Η εμπειρία του στον ανθρωπιστικό τομέα αποδεικνύεται μετασχηματιστική, ενώ η ενεργή του παρουσία στον χώρο της επικοινωνίας, του πολιτικού και ψηφιακού μάρκετινγκ συνεχίζει να τροφοδοτεί τις συνθετικές του αναζητήσεις. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στις ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις των τεχνολογικά διαμεσολαβημένων αλληλεπιδράσεων