Κατά την ορθόδοξη παράδοση, η θεία προστασία από την δύναμη του υγρού στοιχείου (καιρικά φαινόμενα, ποτάμιες πλημμύρες, θαλασσοταραχές και κυρίως η προστασία των ναυτικών), συνδέθηκε κατεξοχήν με τις προσευχές προς μεσιτεία της Θεοτόκου, των Αρχαγγέλων και του αγίου Νικολάου. Ο τελευταίος υπήρξε επίσκοπος στα Μύρα της Λυκίας, αλλά και συνοδικό μέλος της εν Νικαία Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που πραγματοποιήθηκε το έτος 325. Οι κύριοι και σύντομοι βυζαντινοί του βίοι, επικεντρώνουν στο έργο του ως επισκόπου και την ιδιότητά του ως συνοδικού μέλους. Η Α΄ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, αν και είχε συστατικό λόγο το ζήτημα του καθορισμού της ημερομηνίας του Πάσχα, κυρίως είναι γνωστή για την ενασχόλησή της με το ζήτημα της αίρεσης του Αρείου και την πρώτη μορφή του «Πιστεύω», του δογματικού και συμβολικού Όρου της Χριστιανοσύνης. Να σημειώσουμε πως στα αρχαία χρόνια, η θεολογική σημασία του «όρου», ήταν τα σύνορα ενός αρχαίου Ιερού, τα οποία τονίζονταν με ειδικές επιγραφές και συχνά υποδήλωναν και τα όρια μίας πόλεως. Κατά την ίδια φιλοσοφία, ένας δογματικός Όρος τονίζει τα ιερά όρια μίας θεολογίας, άμεσα, όμως, συνδεδεμένης με την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας ως ευχαριστιακή και σωτήρια ομολογιακή προϋπόθεση και όχι ως μία μορφή ρομαντικής προγονολατρείας ή ενός είδους θεολογικού κλασικού θετικισμού. Ο άγιος σε διηγήσεις όχι αργότερα από τον 6ο αιώνα, μαρτυρείται για τις σωτήριες παρεμβάσεις του και πρώτιστα σε γεγονότα σχετιζόμενα με τον Μ. Κωνσταντίνο. Το κυριότερο από αυτά αποτελεί η περίπτωση των τριών στρατηγών του οι οποίοι συκοφαντήθηκαν και τους οποίους έσωσε ο άγιος λίγο πριν την εκτέλεσή τους. Η σημασία του αγίου Νικολάου ως ομολογητού της Ορθοδοξίας, διαφαίνεται από την απεικόνιση ψηφιδωτής παράστασής του στον ναό της Αγίας Σοφίας, μετά την εικονομαχία.
Ωστόσο ο άγιος Νικόλαος, στην συνείδηση των ορθοδόξων και ειδικά των περιοχών όπου οι ναυτικές δραστηριότητες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, συνδέθηκε πρώτιστα με την θάλασσα και την προστασία από τις δυνάμεις της φύσεως σε αυτή. Ο κύριος λόγος ήταν η δια της μεσιτείας του πραγματοποίηση μίας σειράς θαυμάτων με ναυτικό χαρακτήρα, τόσο εν ζωή, όσο ή και κυρίως μετά την κοίμησή του. Υπάρχουν αντιρρήσεις βυζαντινολόγων όπως του C. Mango, οι οποίοι υποστηρίζουν πως ενδέχεται τα στοιχεία των συγκεκριμένων ναυτικών θαυμάτων να προσλήφθηκαν από τον βίο του αγίου Νικολάου της Σιών (†564) ο οποίος ασκήτευσε σε μονή της Λυκία. Ωστόσο είναι δεδομένο πως ο Ιουστινιανός (527-565) είχε χορηγήσει την καθίδρυση ναού του Αγίου Νικολάου στην περιοχή των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως. Εξάλλου ο Mango δεν είναι η πρώτη φορά που έχει εκφράσει ανάλογες αντιρρήσεις για κάποιον βυζαντινό άγιο. Το είχε κάνει και για τον άγιο Δημήτριο, με τα επιχειρήματά του πάντως να απορρίπτονται πειστικά από τον Γ. Ι. Θεοχαρίδη. Πρέπει εδώ να τονισθεί, πως η περιοχή των Βλαχερνών συνδέθηκε ιδιαίτερα με την ναυτική προστασία, καθώς συχνά οι επιδρομείς επιχειρούσαν την πολιορκία της Πόλης από το σημείο των τειχών όπου ήταν και το εν Βλαχέρναις τμήμα. Αποκορύφωμα υπήρξαν οι μεγάλες πολιορκίες των Περσών, Αβάρων και Αράβων κατά τον 7ο και 8ο αιώνα, οι οποίες απέτυχαν να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, πάρα τις ευνοϊκές συνθήκες για αυτούς. Το γεγονός αυτό αποδόθηκε σαφώς στην μεσιτεία της Θεοτόκου. Αναπάντητο παραμένει το ερώτημα, εάν η ύπαρξη ναού του Αγίου Νικολάου σχετίζεται με μία ήδη αναγνωρισμένη ιδιότητα του αγίου για την ναυτική προστασία ή αν αντίστροφα η σύνδεση της Θεοτόκου των Βλαχερνών με την ναυτική προστασία, επηρέασε και την τιμή του αγίου.
Πολύ σημαντικό ρόλο στην έμφαση της ιδιότητας του αγίου ως προστάτη των ναυτικών διαδραμάτισε η μεταφορά λειψάνων του κατά το 1087 από τα Μύρα της Λυκίας στην Βάρη της Ιταλίας από ναυτικούς της περιοχής. Η Βάρη είχε απωλεσθεί από την βυζαντινή κυριαρχία μόλις το 1071. Τα οστά αυτά εναποτέθηκαν το 1089 στον νεοιδρυθέντα τότε ναό αυτής της πόλης, ο οποίος επί τούτου είχε αφιερωθεί στον άγιο από τους Ρωμαιοκαθολικούς, ελάχιστες δεκαετίες μετά το Σχίσμα του 1054. Μικρότερα οστά παρέλαβαν λίγο αργότερα οι Βενετοί και τα εναπέθεσαν το έτος 1100 σε ναό που αφιερώθηκε στον άγιο στο λιμένα του Lido της Βενετίας. Με δεδομένη την ναυτική κυριαρχία των Βενετών διεθνώς, συνέπεια των βυζαντινών προνομιακών χρυσοβούλων από τον 9ο αιώνα και του εκβιασμού των Βυζαντινών από τους Βενετούς, αντιλαμβανόμαστε πως η εξέλιξη αυτή ενίσχυσε την τιμή του αγίου ως προστάτη των ναυτικών σε Ανατολή και Δύση από την μέση βυζαντινή περίοδο. Δεδομένα κατά το 1093, ιδρύθηκε ναός του Αγίου Νικολάου στην Λωρραίνη. Με βάση την τότε φραγκική ισχύ, θα συνέβαλε επίσης στην περαιτέρω διάδοση της τιμής του αγίου. Στα χρόνια του Ανδρονίκου του Β΄ (1282-1328), γνωρίζουμε πως ο άγιος Νικόλαος τιμώνταν ως προστάτης του σερβικού δυναστικού οίκου των Μιλούτιν. Κατά τον 16ο αιώνα πλέον στα ναυτικά πράγματα άρχισαν να κυριαρχούν οι Βρετανοί και Ολλανδοί, οι οποίοι πραγματοποιούσαν πλέον υπερπόντιο εμπόριο, παρακάμπτοντας εμπορικούς σταθμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο άγιος, παρά την επίδραση του προτεσταντισμού στις Κάτω Χώρες, αναδείχθηκε σε προστάτη του Άμστερνταμ και αυτή η τιμή, διαδόθηκε από Ολλανδούς και στις ΗΠΑ. Ο ίδιος άγιος βέβαια είναι ο περίφημος St. Nicklaus που μέσα από την καμινάδα αφήνει τα δώρα του. Ένα στοιχείο προσληφθέν από την κρυφή προικοδότηση στην οποία προέβη ο άγιος προς τρεις κοπέλες, ώστε να μην εκπορνευτούν από τον πατέρα τους, έναν ξεπεσμένο άρχοντα της εποχής του. Περίπου στα 1280 συναντούμε την αναπαράσταση του αγίου Νικολάου ως επισκόπου με καθολικά ιερατικά ενδύματα στον καθεδρικό ναό του Mainz στην Γερμανία, μία πόλη η οποία περιβάλλεται από τον πλωτό ποταμό Ρήνο και έχει ναυτική παράδοση από την αρχαιότητα. Λίγο πριν, κατά το 1259 είχαν φιλοτεχνηθεί ναυτικά θέματα του βίου του αγίου στον ναό των Αγίων Νικολάου και Παντελεήμωνος στην Boyana της Βουλγαρίας. Λίγο αργότερα ανάλογα θέματα κόσμησαν και άλλους ναούς στα Βαλκάνια, όπως αυτά της περιόδου 1310-1321 στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό στην Θεσσαλονίκη και την Ι. Μ. της Gracanica στην Σερβία. Συνήθως εικονογραφούνται δύο ναυτικά θαύματα. Το πρώτο σχετίζεται με την σωτηρία ενός πλοίου από ένα μαγικό – εκρηκτικό έλαιο που μία μάγισσα παρείχε σε προσκυνητές ώστε να γεμίσουν κανδήλες στους Αγίους Τόπους, όπου και μετέβαιναν. Οι πηγές συνδέουν την μάγισσα με την λατρεία της Αρτέμιδος, αν και είναι πιθανό να πρόκειται για την Εκάτη ως Αρτέμιδα Φωσφόρο. Ένα δεύτερο θαύμα που αναπαρίσταται, αφορά τον άγιο εν ζωή και αφορά την σωτηρία της πόλης Μύρα από λοιμό. Παρόμοια ναυτικά θέματα συναντούμε σε φορητές βυζαντινές εικόνες του αγίου Νικολάου με σκηνές του βίου του, όπως αυτές του Βυζαντινού Μουσείου της Καστορίας και της Μονής του Σινά.