Γράφει ο Μιχάλης Πιτένης
Διηγήματα ή λογοτεχνικά δοκίμια, τα κείμενα που συμπεριλαμβάνονται στο νέο βιβλίο του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Ζώνη Πυρός» (εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ); Όπως και αν τα ονομάσει κάποιος θέλοντας να τα κατατάξει οπωσδήποτε σ΄ ένα λογοτεχνικό είδος, η ουσία θα παραμείνει η ίδια. Τα δέκα οκτώ κείμενα του βιβλίου είναι ψηφίδες που συνθέτουν μια τοιχογραφία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Τονίζω το «μία», γιατί όπως η αλήθεια ποτέ δεν είναι μία και αδιαμφισβήτητη, έτσι και η προσπάθεια ενός δημιουργού να σκιαγραφήσει και να αποτυπώσει με τα μέσα που χρησιμοποιεί, εν προκειμένω με τις λέξεις, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ημερών του και των ανθρώπων που κινούνται γύρω του, εκείνο που σίγουρα θα πετύχει είναι το να διατυπώσει τη δική του εκδοχή. Μια εκδοχή ατελής καθότι υποκειμενική, αλλά σημαντική και χρήσιμη καθώς έρχεται να υπηρετήσει έναν και μοναδικό σκοπό. Να δημιουργήσει συναισθήματα. Να προκαλέσει ενδιαφέρον. Να κοντραριστεί και να κονταροχτυπηθεί με τον εφησυχασμό, που πολλές φορές φτάνει στα όρια της αφασίας, στον οποίο μας οδηγεί η συνεχής κατανάλωση πολλών εύληπτων και εύπεπτων προϊόντων κουλτούρας που παράγει και μας ταΐζει αφειδώς και καθημερινά η σύγχρονη, εξελιγμένη, κοινωνία μας.
Το πόνημα του Χατζημωυσιάδη αυτή ακριβώς τη λογική υπηρετεί, ως ένα βότσαλο που πέφτει σε μια τεράστια λίμνη, καταφέρνοντας όχι να σηκώσει κάποιο μεγάλο κύμα, -πώς θα μπορούσε άλλωστε, λόγω του όγκου του νερού αυτή της λίμνης;- για να ‘μαστε ειλικρινείς και εντός πραγματικότητας, αλλά να παράξει έναν κυματισμό, ικανό να τραβήξει την προσοχή μας και να διεγείρει το ενδιαφέρον μας για να συνομιλήσουμε με τα κείμενα του. Και αυτή είναι η πρώτη νίκη του δημιουργού. Μια νίκη που δεν είναι αυτονόητη ούτε βέβαιη ακόμα και για τους πιο εμβριθείς γνώστες και ικανούς χειριστές της ελληνικής γλώσσας, αν τα κείμενα τους λειτουργούν σαν καλοφτιαγμένοι, ψυχροί όμως και ανέκφραστοι πίνακες και όχι ως ένα παράθυρο που αποκαλύπτει νέους, ζωντανούς, κόσμους.
Κάτι που δεν συμβαίνει φυσικά στην περίπτωση της «Ζώνης Πυρός», που παρά τους… κινδύνους που υπονοεί ο τίτλος, από τις πρώτες κιόλας τους γραμμές αντιλαμβάνεσαι πως θα έχεις κάτι να πεις μαζί της. Δεν θα είναι, βέβαια, μια εύκολη συζήτηση και ίσως ούτε ανώδυνη. Ο δημιουργός των κειμένων ανέλαβε το ρίσκο να μιλήσει και να εκτεθεί για γεγονότα που είναι ακόμα ζωντανά και καίνε. Μπήκε ο ίδιος σε μια ζώνη πυρός, πασχίζοντας να δει και να αφουγκραστεί τις αντιδράσεις των γύρω του που, όπως και εκείνος, είναι οι κινούμενοι στόχοι, κατευθυνόμενων ή αδέσποτων πυρών που άλλα εκτοξεύονται κατά ρυπάς και άλλα ένα, ένα.
Δεν αφίσταται καθόλου από πρόσωπα και γεγονότα για να γίνει απλώς ο αφηγητής των όσων εξελίσσονται στις μέρες του, δεν κρύβεται πίσω απ΄ τη σιγουριά και την ασφάλεια του απλού καταγραφέα ή ανταποκριτή, αλλά συμπάσχει και συμμετέχει. Και αυτό είναι που δίνει μεγαλύτερη αξία στο έργο του, καθώς ενώ και ο ίδιος όντας ένα απ΄ τα θύματα ειρήνης, δεν μεμψιμοιρεί, δεν αναθεματίζει, δεν αποποιείται των ευθυνών αλλά προσπαθεί με όση ψυχραιμία μπορεί να έχει κανείς τέτοιες ώρες να βρει τι φταίει τελικά. Και για να το βρει δεν έχει άλλο δρόμο απ΄ το να καταφύγει στη δημιουργία της τοιχογραφίας του συλλογικού μας εγώ. Ενός εγώ σαφέστατα συγκεχυμένου, καθώς όπως ο ίδιος εύστοχα υπαινίσσεται στα κείμενα του προσπαθεί να ισορροπήσει και να ενταχθεί σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο και τεχνολογικά ανεπτυγμένο περιβάλλον, σέρνοντας μαζί του ως κληρονομιά τον δυισμό που το διακρίνει, από αρχαιοτάτων χρόνων. Μισός στην Ανατολή και μισός στη Δύση. Υμνώντας και θεοποιώντας το αρχαίο του παρελθόν, αλλά έχοντας και ως ακριβό του καμάρι το Βυζάντιο και κορώνα στο κεφάλι του την Ορθοδοξία. Βουλιάζοντας με ευκολία μέσα στη λάσπη των χωραφιών της υπαίθρου, που πότισε με τον ιδρώτα του, τα οποία με την ίδια ευκολία θα εγκαταλείψει για να βαδίσει αυτάρεσκα ανάμεσα σε νεόκοπα μνημεία και αχρείαστα μεγαθήρια που ύψωσε η επίπλαστη ευμάρεια και η ασύστολη αμετροέπεια μας. Και όλα αυτά, την ώρα που πασχίζει να απομακρύνει φοβίες και προκαταλήψεις, καταφεύγοντας όμως στις παλιές πατροπαράδοτες συνταγές, όπως το θειάφι που σκορπά ολόγυρα στην αυλή της η πρωταγωνίστρια του διηγήματος «Σαρανταπόδαρος».
Αν έπρεπε να ξεχωρίσω τρία απ΄ τα κείμενα του βιβλίου που είναι χωρισμένο σε τρεις κατηγορίες, θα επέλεγα ένα από κάθε μια. Απ΄ την πρώτη κατηγορία ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ το κείμενο «Κήτος», απ΄ τη δεύτερη ΚΑΤ΄ΙΔΙΑΝ το «Προσκλητήριο» και από την τρίτη ΔΙΑΛΟΓΟΙ το «Απολογισμός». Δεν το κάνω για να τα κατατάξω ψηλότερα απ΄ τα υπόλοιπα που το καθένα έχει την αξία του, αλλά επειδή, κατά τη γνώμη μου, είναι τα κείμενα- καμβάς όπου πάνω τους κεντιέται με τα νήματα των υπολοίπων η τοιχογραφία της σύγχρονης Ελλάδας και του σύγχρονου Έλληνα. Μ΄ έναν τρόπο στέρεο αλλά όχι απόλυτο. Με αίσθηση του κινδύνου που εμπεριέχει ένα τέτοιο εγχείρημα, γιατί ειδικά στις μέρες που ζούμε δεν είναι εύκολο, ούτε επιθυμητό, για κανένα να δει τον εαυτό του στον καθρέπτη. Ό,τι δηλαδή θα συμβεί σε οποιονδήποτε διαβάσει τη «Ζώνη Πυρός». Δύσκολο, φυσικά, αλλά όχι απευκταίο. Γιατί είναι σημαντικό και πάνω απ΄ όλα χρήσιμο κάποιες φορές να κοιτάμε τον καθρέπτη, όχι για να βελτιώσουμε την εικόνα μας αλλά για να τη δούμε όπως ακριβώς είναι. Μια εικόνα που με ενάργεια κατάφερε να αποτυπώσει με τα κείμενα του ο Χατζημωυσιάδης. Μια εικόνα που δεν τη θαμπώνει η υποκειμενική άποψη και τη φωτίζει επαρκέστερα η αγωνία του ανθρώπου που δεν σκέφτεται απλώς και φιλολογεί άνευ λόγου και αιτίας, αλλά τολμά να αποκαλύψει και να μιλήσει για την ουσία. Ενός δημιουργού που δεν επιδιώκει να γίνει αρεστός, αλλά χρήσιμος. Ενός διανοούμενου που δεν αερολογεί και φροντίζει να πατά πάντοτε σε στέρεο έδαφος, αλλά βάζει το δάχτυλο επί των τύπων των ήλων και είναι έτοιμος να δεχτεί τις όποιες συνέπειες.
Υπάρχει αλήθεια στη «Ζώνη Πυρός». Άλλοτε σε κάνει να γελάς, άλλοτε να σφίγγεται το στομάχι σου. Άλλοτε, πάλι, να συμφωνείς ή να εναντιώνεσαι. Δεν υπάρχει όμως αδιαφορία, ούτε χάσιμο χρόνου. Υπάρχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν αυτό που ονομάζεται πραγματική λογοτεχνία.