….Εκείνη την περίοδο οποιοσδήποτε πόνος στον θώρακα ήταν μια καλή αφορμή για να συντάξεις διαθήκη και να ξεκινήσεις πρόβες διασωλήνωσης και αποδεικνύονταν εξαιρετικά τυχεροί όσοι είχαν κάποιον φίλο γιατρό ή όσοι είχαν το βαλάντιο για να «αγοράσουν» έναν. Για έναν «τσιγαρόβηχα» στήνονταν ολόκληρα σκηνικά πνευμονίας, για ένα «βηχαλάκι» βομβαρδίζονταν χιλιάδες πνευμόνια από τους αξονικούς τομογράφους, για λίγα δέκατα οι αναισθησιολόγοι ακόνιζαν τους τραχειοσωλήνες τους, για ένα «ουφ σαν να μην πήρα καλά αυτήν την αναθεματισμένη την τελευταία ανάσα» συνταγογραφούνταν εκατομμύρια παραπεμπτικά και τα μηχανήματα ασθμαίνοντας μετρούσαν φλεγμονές και λευκοκυτταρώσεις. Αν έστηνες το αυτί σου εκείνη την περίοδο στην πόλη θα άκουγες από παντού τους αναλυτές των μικροβιολογικών να μουγκρίζουν, χωνεύοντας μέσα τους εκατοντάδες δείγματα , τους στυλεούς να βυθίζονται με μίσος μέσα στα ρουθούνια και τις μύξες και να ψάχνουνε απεγνωσμένα να ξετρυπώσουν τον ιό, τους αναπνευστήρες να λειτουργούν στη διαπασών και να φουσκώνουν με οξυγόνο σαραβαλιασμένες σαμπρέλες από κύτταρα, και τα φάρμακα ω αυτά τα φάρμακα να βγαίνουνε με θόρυβο από τα κουτιά και τις κυψέλες τους, να καταβροχθίζονται με ένα ποτήρι νερό και μετά….μετά η προσευχή. «Να πάνε όλα καλά Θεέ μου. Μην δώσεις και διασωληνωθώ». Ένας ολάκερος πολιτισμός είχε βάλει μπροστά τις μηχανές του, αγκομαχούσαν τα γρανάζια του, έτριζαν τα μέταλλα του και μέσα στα στομάχια χωνεύονταν τόνοι ολόκληροι από αντιβιώσεις, κορτιζόνες, βιταμίνες, μελατονίνες, ψευδάργυρους και ό,τι άλλο ακουγότανε στην πιάτσα και δημιουργούσε μόδα. Και λίγο πριν την προσευχή; Δουλεύανε οι βλεννογόνοι, απορροφούσαν, ενδοκυττάρωναν, εξωκυττάρωναν, μοίραζαν, βομβάρδιζαν και ξερνούσανε χημεία. Χημεία να δούνε τα μάτια σου. Την φορτώνονταν τα κύτταρα στους ώμους, εξοπλισμός βαρύς, και πήγαιναν ολοταχώς στην μάχη. Πρώτη γραμμή. Ο φάρυγγας. Μην περάσει τον φάρυγγα διάολε. Ριχτείτε, σκοτώστε, σφάξτε, διαγουμίστε, μα μην περάσει τον φάρυγγα. Τον νου σας παιδιά στον φάρυγγα. Μην τυχόν και σπάσει η γραμμή. Αλλοίμονο! Έσπασε λοχαγέ. Οπισθοχώρηση! Οπισθοχώρηση! Συγκλίνετε στις κυψελίδες! Ακούσατε; Συγκλίνετε στις κυψελίδες. Μην φτάσει εκεί, μην σπάσει την γραμμή εκεί, γιατί μετά όλα θα χαθούνε. Εκεί! Κραυγές παντού, σκοτωμός παντού και πύον να δουν τα μάτια σου παντού. Νεκρά κύτταρα, χημείες προδομένες, άμυνες ξεκληρισμένες και σχέδια επί χάρτου πεταμένα σε μια γωνιά. Και μετά; Μετά όλα γίνονται μια προσευχή τα βράδια. «Κάνε Θεέ μου να μην διασωληνωθώ». Ένας ολάκερος πολιτισμός κατατροπώθηκε από μια σταλιά πρωτεΐνη και λίγο νουκλεικό οξύ και κατέφυγε πάλι στην χάρη του Θεού. Και μετά την προσευχή; Μετά το άγνωστο. Σε ένα μηχάνημα εντατικής να δίνεται μια τελευταία μάχη . Κράτα φίλε μου. Βάστα λίγο ακόμα. Να φύγεις όπως πάντα φεύγει ένας άνθρωπος. Και βλέπεις τους νοσηλευτές να γίνονται πατεράδες, τις καθαρίστριες κόρες και εγγονές, και τους γιατρούς χαροκαμένες μάνες. Γιατί έτσι μόνο αξίζει να φεύγει ένας άνθρωπος. Με την χούφτα του να ξεψυχάει τυλιγμένη μέσα σε μια ζωντανή ανθρώπινη παλάμη. Μέσα στην χάρη του αγαπημένου του Θεού….
Από ανάρτηση του ειδικού νεφρολόγου και συγγραφέα Τάσου Φούντογλου στο facebook