Ὅταν γένουνταν τὰ Οὐχυρὰ στοὺ Ροῦπιλ-Μιταξᾶ, π’σταμάτσαν τς παπποῦδις τς Μέρκιλ (ὢχ πάλι αὐτήν) κι ἔτσιας ἔχασαν τοὺν πόλιμου σιαπὰν στ’Ρουσία, ἦταν μαζὶ μὶ ἄλλ’ κι θκοίμας Μκρουβαλτνοί. Μέσα σιαὐτοὶ ἦταν ἡ Νικόλας Μανάδης, Στέργιους Πιτσιλόπουλους, Βασίλτς Ζαραβίγκας, Νικόλας Σταθόπουλους, κι ἡ ΘουδουρουΚότσιους ἀπ’ τοὺ Τρανόβαλτου. Ἦταν κι ἄλλ’ π’δὲν τς θυμούμιστι. Δούλιβαν ὅλ’ τ’μέρα μιρουκάματου. Μαέριβαν κι μαναχοί τς μὶ τ’σειρὰ κι πχιὸ πουλὺ πλιακουτοῦσι ἡ θκόζμας ἡ Τρανός, ἀπ’ ἤξιρνι. Μνιὰ μέρα ἦρθι σμπαρέα τς κι ἕνας ἀπ’ σιαπέρα ἀπ’ τ’Μπισιρτσιὰ κουντὰ στοὺ Μόκρου, π’τ’λέν’ τώρα Ἄκρ’. Αὐτὸς ἡ ἔρμους ἦταν κι λίγου καλουφαγᾶς. Λιέει μνιὰ μέρα τοὺν Στέργιου, «Γέρου Στέργιου νὰ βάλτς ἰδώϊας κουντὰ κι τοὺ λαθκό, γιὰ νὰ βάζου λίγου λάδ’παραπάν’ στοὺ πχιάτουμ’, γιὰ νἄχου δύναμ’ κι ὅταν κατουρῶ (μὶ τοὺ συμπάθχιου) νὰ φτάνου πουλύ». Ἀφοῦ τοὺ ζήτηξι ἔτσιας τοὺν ἔβαλαν κι αὐτοὶ τοὺ λαθκὸ καναδγυὸ φουρές. Ἅμα εἶδαν ὅμους νὰ κουλιουμπάη τοὺ πχιάτουτ’ στοὺ λάδ’, λιέει ἡ Νικόλας τοὺν Στέργιου. Ἄξι Στέργιου, ἰμεῖς ἰδῶϊας δὲν ἤρθάμι γιὰ ‘νκαλουπέρασ’. Ἤρθάμι νὰ βγάλουμι καναδγυὸ δικάρις, κι νὰ πᾶμι ξανὰ πίσου στς φαμπλιές μας. Ἂν αὐτὸς θέλ’ νὰ φκιάν’ τς θκέστ’ τς σαλαμάρις ἀ κι νὰ φτάν’ ἀλάργα, ἂς εἶνι μαναχός τ’ κι ἂς φτάν’ στοὺν ἀμήγυρου. Ἔτσ’ τοὺν ἔδιουξαν ἀπ’ μ’παρέα τς κι τοὺν συλλάρουσαν μνιὰ χαρά.
Αὐτάϊας μουλουγάει ἡ παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
ἀ κὶ γράφ’ ἡ ἀρ.νι.μα.
διφτέρα μιτὰ ἀπ’ τοὺ Συλλαλητήριου γιὰ τ’Μακιδουνία 21τ’Γινάρ’2019