‘-Χάθηκες, Γιώργο, τελευταία.
-Έεε, Χάμπο. Μη ξεχνάς πως είμαι και φαντάρος. Πήγα και λίγο απ’ το στρατόπεδο.
-Κολλέγιο ο στρατός πια, έεε Γιώργο;
-Έεε, Γιάννε, καμία σχέση με τα δικά σας τα χρόνια. Η αλήθεια είναι πως τις δύο τελευταίες μέρες πήρα άδεια και πήγα στη Θεσσαλονίκη.
-Με τ’ αυτοκίνητό σου, Γιώργο;
-Μπα, Χάμπο. Με το ΚΤΕΛ πήγα. Το αυτοκίνητο, κάτι δεν παει καλά με το air condition. Βλάβη! Και μ’ αυτή την ανυπόφορη ζέστη είπα να πάω με το ΚΤΕΛ. Άνετα, πολιτισμένα, δροσερά.
-Έεε, Γιώργο τι μου θυμίζεις τώρα. Τα ΚΤΕΛ στον καιρό μας! Εκεί να δεις εσύ!
-Ήταν χαλιά έεε, Χάμπο;
-Για τ’ ανάθεμα ήταν, Γιώργο.
-Δηλαδή, Γιάννε, πως ήταν τα ΚΤΕΛ τα παλιά τα χρόνια; Για πες!
-Φαντάσου καύσωνα σα τώρα. Δροσιά απ’ το λίβα που έμπαινε απ’ τα ανοιχτά παράθυρα. Όλα τα καθίσματα γεμάτα. Και από πάνω, όλοι οι όρθιοι. Σε όλο το διάδρομο! Ακόμα και στα σκαλιά στις πόρτες.
-Ταξίδευαν κι όρθιοι;
-Τι νόμισες για; Πενήντα δύο άτομα καθιστοί. Καμία σαρανταριά όρθιοι! Ο ένας πάνω στον άλλο!
-Και να σε πω και τ’ άλλο Γιώργο;
-Για πες Γιάννε!
-Και μη νομίζεις πως όλοι αυτοί πλένονταν τότε, η είχαν αποσμητικά και κολωνίες. Όλοι σχεδόν ήταν άπλυτοι!
-Έλα τώρα, Χάμπο…
-Αλήθεια, Γιώργο. Άπλυτοι, ιδρωμένοι και με συνθετικά πουκάμισα και μπλούζες από polyester. Μυρωδιά ανυπόφορη.
-Χημικός πόλεμος, Γιώργο.
-Σώπα, Γιάννε!
-Βάλε τώρα κι από πάνω πως σχεδόν όλοι κάπνιζαν μέσα στο λεωφορείο. Παράθυρα ανοιχτά και η σκόνη στα στροφιλίκια που σήκωναν οι μπρος τροχοί, έμπαινε μέσα απ’ τα πίσω παράθυρα.
-Και κάπνιζαν νόμιμα, Χάμπο;
-Αμ’ πως, Γιώργο. Είχαν και τασάκια τα καθίσματα στις πλάτες. Φίσκα στα αποτσίγαρα. Και ξες πως μυρίζουν τα παρατημένα αποτσίγαρα στα τασάκια, έεε Γιώργο;
-Με οδηγό και εισπράκτορα καμία ενενηνταριά άτομα σα παστές σαρδέλες στην κονσέρβα.
-Τραγικό! Και είχε και εισπράκτορα; Τι έκανε αυτός;
-Αυτός, έκοβε εισιτήρια…έβαζε τάξη…άνοιγε τις πόρτες στις στάσεις…
-Χώρια τα καλάθια με τα πεσκέσια! Τις ζωντανές τις κότες…
-Είπαμε, τραγικό!
-Πάνω σ’ αυτό θα σου πω μιαν ιστορία με το λεοφωρειο του ΚΤΕΛ εκεί στη διαδρομή, Λάρισσα, Σαραντάπορο, Κοζάνη.
-Για πες Γιάννε…
-Εκεί στα ανηφορικά σροφιλίκια στην Τσαρίτσανη δύο θείας, εβδομήντα χρόνων η καθεμία περίπου…περιμένουν το ΚΤΕΛ. Η μία θα ταξιδέψει. Η άλλη ξεπροβοδίζει.
-Περιμενουν στη στάση, δηλαδή.
-Ναι, Γιώργο. Περιμένουν το λεοφωρείο και λεν τα τελευταίαν κουτσομπολιά…έτσι για το δρόμο. Το λεοφωρείο, από κάποτε, αγκομαχώντας, στρίβει την ανηφορική φουρκέτα και λόγω ανηφόρας πάει σχεδον σημειωτόν!
-Σα πατόζα!
-Ναι για. Τα θείας βλέπουν το λεοφωρείο και φιλιούνται για να αποχαιρετιστούν… Το λεοφωρείο όμως αργά και βασανιστικά, δίχως να σταματήσει, συνεχίζει την πορεία του…Τα θείας απορούν! Ο εισπράκτορας, τότε, ανοίγει το παράθυρο της πίσω πόρτας με το ανεβατόρι και φωνάζει στα απορημένα θείας: “Μη φλιέστε ντιπ, φίσκα είναι”…