Μεγάλη Τρίτη, το τροπάριο της Κασσιανής , της γυναίκας που η ευφυΐα της και η ελεύθερη έκφραση της γνώμης της, την έκαναν να χάσει την θέση της αυτοκράτειρας .
Η Ευφροσύνη, μητέρα του αυτοκράτορα Θεόφιλου, θέλοντας να παντρέψει το γιο της, διοργάνωσε γιορτή, στην οποία καλεσμένες ήταν οι πιο όμορφες κοπέλες του Βυζαντίου.
Η προσέλευση ήταν μεγάλη, οι νεαρές κοπέλες από κάθε άκρη της αυτοκρατορίας κάθονταν πάνω σε πολυτελή ανάκλιντρα, περιμένοντας τον Θεόφιλο να περάσει από μπροστά τους για να διαλέξει την μέλλουσα σύζυγό του, δίνοντας της ένα χρυσό μήλο.
Η ομορφιά της Κασσιανής θάμπωσε το νεαρό Θεόφιλο και σ’ αυτήν ήταν έτοιμος να δώσει το μήλο.
Θέλοντας όμως να διαπιστώσει αν και η εξυπνάδα της ήταν ανάλογη με την ομορφιά της, της είπε:
-«Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα»
(Από τη γυναίκα ξεκινούν τα κακά πράγματα), υπονοώντας την Εύα.
Η Κασσιανή όμως δεν ξαφνιάστηκε και αμέσως απάντησε:
-«Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττονα»
(Και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα, τα ευγενέστερα), υπονοώντας την Παναγία, που έφερε στον κόσμο το μεγαλύτερο αγαθό.
ο Θεόφιλος αιφνιδιάστηκε και μάλλον δεν ήθελε μια έξυπνη και ετοιμόλογη γυναίκα δίπλα του , οπότε έδωσε το μήλο στη Θεοδώρα.
Η Κασσιανή απογοητεύθηκε από την αποτυχία της και πήρε την απόφαση να αποτραβηχτεί από τον κόσμο και να μονάσει.
Έκτισε με δικά της χρήματα ένα μοναστήρι, που πήρε αργότερα το όνομά της, ντύθηκε το μοναχικό σχήμα και αφιερώθηκε στη λατρεία του Χριστού και στην ποίηση, συνδυάζοντας έτσι τη βαθιά ευσέβεια και την κλίση της στα γράμματα. Λέγεται μάλιστα ότι μετά την αποτυχία της είπε:
-«Αφού δεν έγινα βασίλισσα του πρόσκαιρου τούτου κόσμου, θα γίνω υπήκοος της αιώνιας Βασιλείας του Χριστού».
Η Κασσιανή εμπνεύστηκε το τροπάριο της από την Μαρία Μαγδαληνή, την οποία ο Ιησούς έσωσε από τον λιθοβολισμό με το
«Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω επ’ αυτήν».
Η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα αισθάνεται την ανάγκη να εκφράσει την ευγνωμοσύνη και αφοσίωσή της στον Χριστό. Αγόρασε αρώματα, ντύθηκε ταπεινά και σεμνά και ταπεινωμένη και συντετριμμένη, με δάκρυα στα μάτια, πήγε να πλύνει τα πόδια του Ιησού και τα σκουπίζει με τα ξέπλεκα μαλλιά της. Τα δάκρυά της εκείνα, ήταν δάκρυα ελέους και συντριβής και έκλαιγε με πάθος για την συγχωρέσει ο Θεός από τις αμαρτίες της.
«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος»
…Αλίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη, και δίχως φεγγάρι…
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης…