Μάνα, της γης το φυλαχτό και τ’ ουρανού το μάννα,
σ’ όλα τα πέρατα της γης για σένα κλαίνε, μάνα.
Είναι πολλά τα κόπια σου και τα σκιρτήματά σου,
όσες φορές κι αν γεννηθώ, ζεστή η αγκαλιά σου.
Άσπρες φτερούγες φόρεσαν και ήρθανε κοντά σου
για σένα ,μάνα, άγγελοι φαντάζουν τα παιδιά σου.
Λέξεις φτωχές κι ανέκφραστες δεν τραγουδούν τη μάνα,
χίλιοι αγγέλοι στη σειρά δεν κάνουνε μια μάνα.
Αγιασμένο αντίδωρο το σπλάχνο της κρατάει
και δίνει ,δίνει τα προικιά ,τον κόσμο όλο δίνει
και μες στης μάνας την καρδιά μικρό κομμάτι μένει,
που πάλι ανταριάζεται , πληθαίνει και θεριεύει,
όταν το σπλάχνο βάλσαμο και ελπίδα ζητιανεύει..
Εγώ το ξέρω, πως πονάς και πως αναστενάζεις.
Μα πάντα εσύ χαμογελάς κι όλο χαρά μου βγάζεις,
μόνο εσύ για το παιδί και τη ζωή σου αλλάζεις….
Μάνα ,αν πρόκανες ξανά στο δύσβατο το δρόμο,
εσύ με μια σου χουχουλιά θα μου ‘διωχνες τον πόνο.
Ψάχνω τ’ αχνάρια σου να βρω μα δε σε βρίσκω ακόμα,
κι αν θα σε δω στον ουρανό θα ξανανιώσω, μάνα..
Πολλά δεν μπόρεσα να δω από το φως σου, μάνα,
γιατί το φως σου λαμπερό και η ψυχή μου άδεια.
Να σ’ έβλεπα χίλιες φορές στου ήλιου την ικμάδα
δε θα μπορούσα να λιαστώ από το φως σου, μάνα.
Μα σαν αγάπη ,που γελά και πόνος που δεν κλαίει,
η θύμηση σου βάλσαμο και μνήμη που θεριεύει…
Τί να σου δώσω απ’ της γης την άλαλη ορφάνια
για να γλυκάνω την καρδιά, που πίκρανε τη μάνα;
Τι να σου δώσω απ’ της γης την άλαλη ορφάνια;
Της μάνας μία αγκαλιά του κόσμου τα βοτάνια..!
Συγχώρα με, που δεν μπορώ να σου προσφέρω, μάνα,
ένα απ’ τα χίλια τα καλά, που έκανες για μένα….