Δόξα και Τιμή στον ελληνικό λαό τον απανταχού που έκανε το αιώνιο χρέος του, έπραξε το πρέπον. Δόξα και Τιμή σε όσους παραμέρισαν το ατομικό και υπερασπίστηκαν τον υπερατομικό σκοπό στους δρόμους και τα συλλαλητήρια. Δόξα και Τιμή σ’ όσους άξια εκπροσώπησαν το Λευκό και το Γαλάζιο, ξεπέρασαν τον εαυτό τους. Δόξα και Τιμή σε όσους δάκρυσαν και δακρύζουν στο άκουσμα του Ύμνου του Σολωμού. Δόξα και Τιμή σ’ όσους ανατρίχιασαν και ανατριχιάζουν με το «Μακεδονία Ξακουστή». Δόξα και Τιμή στους νέους Μακεδονομάχους.
Ανάθεμα στο πολιτικό σύστημα το πάντα εξαρτημένο και το ανίκανο. Ανάθεμα στα δίχτυα της ενημερωμένης παραπληροφόρησης. Ανάθεμα στην Κυβέρνηση την αποκομμένη από την κοινωνία την ξεπεσμένη την προδοτική. Και δε θα ήταν προδοτική αν από μόνη της δεν στήριζε το ξερίζωμα της μνήμης και των αγώνων. Ας είχε τουλάχιστον προνοήσει να το βάλει στο μνημόνιο και να τα ‘ριχνε στους ξένους. Θα τους περνούσαμε γι’ αθώους.
Θέλει τύφλα ιδεοληπτική και μικροψυχιά πολιτική για να ξεγράψεις το μεγαλείο της Μακεδονίας του Μεγαλέξαντρου το αιώνιο. Θέλει απονεύρωση ιστορική και ανοχή λαϊκή, ατάραχα να ρητορεύεις πως οι Κρητικοί, οι Μανιάτες, οι Πόντιοι κι οι Κύπριοι σφάχτηκαν στο βάλτο των Γιαννιτσών από Μακεδόνες κι όχι από Βουργάρους. Και θέλει ικανότητα τεχνοκρατική και τόλμη πολιτική για ν’ ανάψεις ότι έσβησε το ’24 και το ’49. Θέλει φαρμάκια δραστικά και φόβο αναχωριτικό (από την εξουσία) για να κλείσεις τα μάτια απέναντι στη λαοθάλασσα, το στήριγμά σου. Και τύφλα ιδεοληπτική για να -νομίζεις πως- κονταίνεις με είκοσι σελίδες χαρτί τους συντηρητές του γένους, τους ανθρώπους τους ανώτερους και τους πιο όμορφους: Τον Καραβαγγέλη, τον Δραγούμη, τον Μελά, τον Άγρα, τον Φούφα. Όσους κι άλλους τόσους που δε χωράνε μέσα στα σχήματα τα ερμηνευτικά της καταραμένης ιδεοληψίας. Όσους κι άλλους τόσους που κάνουνε αγώνες ανώτατους εθνικούς και σου χαλάνε την αφήγηση την «ταξική». Όσους είχαν φλόγα στην ψυχή και γνώση του κινδύνου, όσους άφησαν την καλοβολεψιά, τα πλούτη και τ’ αξιώματα τους στη λεφτερωμένη Ελλάδα, και ταξίδεψαν στης κατεχόμενης μακεδονικής γης την αγριάδα και άστραψαν και βρόντηξαν και δίδαξαν τι θα πει αληθινή επανάσταση: Είναι άνθρωποι ανώτεροι. Και πως να υπάρξεις τόσο μικρόψυχη δίπλα σε τόσους γίγαντες. Έπρεπε να τους θάψεις για να ζήσεις.
Και τους είπες θα σας σώσω(το ίδιο λέγαν κι οι Βούλγαροι), σβήστε την ιστορία, βαριά είναι και σας κούρασε, τρελοί τη γράψανε. Θα σας κάνω συμφωνία πολιτική, σύγχρονη, προοδευτική, βασισμένη στο χαρτί και το στυλό που θα υπερασπίζεται τα ιδανικά τα ανώτερα: την ειρήνη, τη συμφιλίωση, τη συνεργασία. Και είπες ότι οι συμφωνίες αυτές, ησυχάζουν τους λαούς και σβήνουν τα πάθη τα ενδότερα τα πιο σκοτεινά κι ότι σκοτώνουν της ειρήνης τον πατέρα. Συμφωνία τάχα διεθνή που θα ξεπλένει την ατίμια των προηγούμενων. Και πήγες στο μέρος που γίνονταν πάντα όχι οι διεθνής συμφωνίες αλλά των δικών σου οι αναγγελίες, κι έκανες συμφωνία «διεθνή» με δυο ψαρόβαρκες βιαστικές. Και σήκωσε κύμα ψηλό η λίμνη κι από τότε δεν ησύχασε..
Χουβαρντάς μαζί τους, τα έδωσες όλα, κι ύστερα είπες (φεύγοντας) σας έσωσα, έκανα το χρέος στους προγόνους (μου), δοξάστε με. Το χαρτί, το στυλό, τα ιδανικά τα γερμανικά και τα σοβιετικά που είναι αραδιασμένα μέσα είναι κάπως πιο βολικά, πιο δίκαια, πιο πολιτισμένα απ’ του Ζιάκα το μπαρούτι και απ’ του Καραβαγγέλη το μάνλιχερ. Και πόνταρες πάνω στην «πολιτική ορθότητα» την αντιπολίτευσης και μαγκιά σου. Και βοήθησαν και το δολάριο και το ανιστόρητο τάιμινγκ. Το ίδιο βράδυ, πετάχτηκες κάθιδρος ύπνο σου από τα εκατομμύρια των παλλόμενων ψυχών, κι αμέσως, μέσα στο φόβο σου, είπες στον εαυτό σου «άψυχα ράκη γαλανόλευκα και παράνομα (πλέον) είναι, κοιμήσου ήσυχος».
Την άλλη μέρα το πρωί το ξανασκέφτηκες, κοίταξες τον εαυτό σου στον καθρέφτη, και πείστηκες πως η πραγματική πραγματικότητα είναι η συμφωνία -το χαρτί- κι όχι το σπαθί το βουργάρικο που πήρε το κεφάλι του παπαδασκάλου στην Καστοριά και του παλικαριού στη Φλώρινα. Κι άμα ήταν έτσι, γιατί οι συμφωνίες γράφονται, σβήνονται, ξαναγράφονται και τέλος ξεγράφονται..
Πόνταρες στο χαρτί και το στυλό, στις πρόσκαιρες ευκαιριακές «πλειοψηφίες», θίασος βιαστικός, κακοπαιγμένος. Πόνταρες κει που ποντάρουν οι πιο βάρβαροι καιροσκόποι, κι είπες θα την κάνεις νόμιμη πραγματικότητα αυτή τη δική σου, και λησμόνησες πως υπό το βάρος μνήμης κι ιστορίας, πάλι σύγχρονα και προοδευτικά, ο -τωρινά μόνο- νόμιμος νόμος καταπέφτει πάλι με νόμους άλλους, πιο νόμιμους, πιο θεμελιωμένους όμως και πιο ιστορικούς: Σαν το κύμα της Πρέσπας είναι οι πλαστές οι πραγματικότητες, τραβούν το μάτι μα δε στεριώνουν στιγμή.
Δόξα και Τιμή σε όσους δεν εγκαταλείπουν…
Δημήτρης Κ. Μίμης
Διπλ. Μηχανικός και υπ. Διδάκτωρ Πολεοδομίας – Χωροταξίας του ΑΠΘ
Υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος για το Δήμο Εορδαίας με το συνδυασμό της Αθηνάς Τερζοπούλου