Έντονη κινητικότητα εκδηλώνεται κατά τις ημέρες αυτές, καθώς διαχέεται η φήμη ότι επίκειται η επίλυση του χρονίζοντος προβλήματος μεταξύ Ελλάδος και ΠΓΔΜ για την ονομασία της γείτονος χώρας. Τα ισχυρά κόμματα με τα μισόλογά τους αφήνουν να νοηθεί ότι έχουν τη διάθεση ν να ενδώσουν, προκειμένου το πρόβλημα να επιλυθεί επί τέλους. Από την άλλη κάποιοι εθναμύντορες, θέλοντες να αγνοούν ότι η Ελλάδα είναι υποχείριο των ισχυρών, ξεσπαθώνουν καταγγέλλοντας τη διαφαινόμενη προδοσία και καλούντες τον λαό σε συστράτευση για απόκρουση της απειλής της εκποίησης του ιστορικού ονόματος της Μακεδονίας. Για μία ακόμη φορά η όλη κίνηση δηλώνει την έντονη παρακμή, την οποία βιώνουμε ως Νεοέλληνες, και τα διχαστικά φαινόμενα που διαχρονικά πάντως μας χαρακτηρίζουν.
Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι: Ποιος είναι αυτός που επιθυμεί την επίσπευση των χρονιζουσών και ατελέσφορων διαδικασιών; Κάποιοι εγχώριοι αναλυτές θεωρούν ότι είναι η κυβέρνησή μας, εξηγούν μάλιστα τους λόγους: Είναι ευκαιρία να επιλυθεί το χρονίζον πρόβλημα, καθώς στη γείτονα χώρα υπάρχει, επί τέλους, μετριοπαθής κυβέρνηση. Αν το γεγονός γεννά την ελπίδα ότι είναι η κυβέρνηση των Σκοπίων αποφασισμένη να μετακινηθεί από την άκαμπτη θέση των προηγουμένων, τότε έπρεπε να επικρατεί πνεύμα ευφορίας. Απεναντίας διαχέεται πνεύμα ακραίας ανησυχίας για τις εξελίξεις. Σε τελευταία ανάλυση, γιατί είναι πρόβλημά μας ουσιώδες η μη εξεύρεση συμφωνίας επί του ονόματος; Μήπως μας πονά το ότι ήδη σχεδόν όλες οι χώρες έδειξαν τα «φιλικά» τους αισθήματα έναντί μας αναγνωρίζοντας τη γείτονα με το όνομα Μακεδονία, περιφρονώντας κατά τρόπο εντυπωσιακό την απόφαση του ΟΗΕ; Όχι βέβαια. Μήπως λοιπόν δεχόμαστε πιέσεις, ώστε να μην αποτελούμε εμπόδιο στην ένταξη της γείτονος στο ΝΑΤΟ; Αλλά τότε δεν είναι δική μας η πρωτοβουλία. Απεναντίας σερνόμαστε από τους αφέντες της Βαλκανικής, οι οποίοι θέλουν να μας ταπεινώσουν, επειδή στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι (2008) είχαμε τολμήσει να προβάλουμε άρνηση στην ένταξη της ΠΓΔΜ. Και βρίσκουν αυτοί ως μοναδική την ευκαιρία νε επέλθει ο συμβιβασμός σε βάρος μας από μια κυβέρνηση εξ ίσου υποτελή με τις προηγούμενες στις ΗΠΑ, αλλά με το χρώμα της Αριστεράς. Άλλο λόγο, για τον οποίο θα επέμεναν οι Αμερικανοί στην επίλυση, δεν αντιλαμβάνομαι.
Τα Σκόπια δεν είναι γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος χώρα, ώστε να κόπτονται οι ισχυροί να τη στηρίξουν με κάθε τρόπο και να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της. Στην περίπτωση της Τουρκίας είναι κατανοητό, γιατί οι Ευρωπαίοι «εταίροι» μας δεν ήθελαν ούτε και θέλουν να κακοκαρδίσουν τη γείτονα, επειδή η αγορά της είναι κατά πολύ πιο σημαντική από τη δική μας. Στην περίπτωση όμως των Σκοπίων η ένθερμη στήριξη του παραληρήματος είναι παντελώς ανεξήγητη με βάση τα οικονομικά κριτήρια. Η αγορά της είναι ασήμαντη. Συνεπώς η άκρως ανθελληνική στάση πολλών ευρωπαϊκών χωρών είναι ένδειξη ανθελληνικού πνεύματος ή άκρας υποταγής στα κελεύσματα των ΗΠΑ. Μπορεί οι περισσότερες βαλκανικές χώρες να έχουν ενταχθεί ήδη στην ΕΕ, όμως, ξαναγράφω, αφεντικό στη Βαλκανική είναι οι ΗΠΑ, όπως έδειξαν με τη συμφωνία του Ντέιτον, με την οποία τερματίστηκε ο αιματηρός πόλεμος, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Ο μεγαλοϊδεατισμός των ιθυνόντων της γείτονος χώρας είναι έξωθεν επιβαλλόμενος. Ο πρώτος, που συνέλαβε το ιδεολόγημα περί μακεδονικού λαού, υπήρξε ο Στάλιν. Αυτός στις αντιρρήσεις του κομμουνιστού ηγέτη Δημητρώφ, ο οποίος, σε αντίθεση με πλείστους όσους Έλληνες κομμουνιστές, σκεπτόταν πρωτίστως ως Βούλγαρος, τόνισε ότι είναι προς το συμφέρον της κομμουνιστικής Διεθνούς να καλλιεργηθεί η ιδέα του μακεδονικού λαού. Και ήταν ο Τίτο, που καλλιέργησε στο έπακρο την ιδέα, ευνοημένος από τη συμφωνία μεταξύ των νικητών του Β΄ μεγάλου πολέμου για τη διανομή της λείας. Η ρήξη του με τον Στάλιν, διαρκούντος του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, ήταν ευκαιρία για επιβολή του ιδεολογήματος σ’ έναν λαό, σημαντικό ποσοστό του οποίου έτρεφε βουλγαρικά αισθήματα. Η αντίδραση από μέρους μας άτονη. Κυβέρνηση, που εξαρτόταν απόλυτα από την αμερικανική βοήθεια προς πάταξη των κατά της πατρίδος στραφέντων κομμουνιστών (ωσάν αυτή να υπερασπιζόταν την πατρίδα), πού να εύρισκε τη δύναμη προς υπεράσπιση των δικαίων μας; Έτσι ακριβώς δεν βρίσκει τη δύναμη και η σημερινή, όπως και οι προηγηθείσες. Τί και αν οργανώθηκαν τα συλλαλητήρια στη Θεσσαλονίκη; Εθνικιστικά παραληρήματα τα αποκάλεσε μερίδα του ευρωπαϊκού τύπου! Ειρωνικά σχόλια γράφηκαν και ακούστηκαν, ιδιαίτερα από τον χώρο του κυβερνώντος σήμερα κόμματος, που τότε αγωνιούσε να εισέλθει στη Βουλή. Ακόμη και η διένεξη που οδήγησε στην πτώση της τότε κυβέρνησης, δεν είχε ως λόγο την σθεναρή υποστήριξη των δικαίων μας από το τότε υπουργό μας επί των εξωτερικών. Από τις ΗΠΑ είχε μεθοδευθεί. Οι ΗΠΑ έχουν παραλάβει τη σκυτάλη από τον Τίτο και στηρίζουν με κάθε τρόπο το ιδεολόγημα, το οποίο πλέον έχει γίνει ακράδαντη πίστη στη γενιά που γαλουχήθηκε μ’ αυτό. Επικρίνουμε τον ανεκδιήγητο Νίμιτς, για τις κατά καιρούς του προτάσεις προς επίλυση δήθεν του προβλήματος. Αλλά ο Νίμιτς δεν είναι παρά απλός εκτελεστής αποφάσεων, οργάνων, οι οποίοι, είναι εμφανές, ότι δρουν ανθελληνικά, παρά το ότι δουλοπρεπώς υποκύπτουν όλες οι κυβερνήσεις μας στις κατά καιρούς απαιτήσεις τους. Και θα ήταν πολύ πιο πιεστικοί επάνω μας, αν δεν υπήρχαν δύο άλλοι, που αντιδρούν, για τους λόγους τους βέβαια στην αποδοχή του ονόματος Μακεδονία: Οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι. Οι πρώτοι αποτελούν σημαντική μειονότητα, η οποία μετά αιώνα θα αποτελεί την πλειοψηφία του πληθυσμού της γείτονος, αν ακόμη υπάρχει η χώρα αυτή. Οι άλλοι δεν είναι πρόθυμοι να παραδώσουν σε ανύπαρκτο λαό τους ομοεθνείς τους, οι οποίοι κατά εκατοντάδες χιλιάδες έσπευσαν να εφοδιασθούν ε βουλγαρικό διαβατήριο, μετά την ένταξη της Βουλγαρίας στην ΕΕ.
Το πρόβλημα για μία ακόμη φορά είμαστε εμείς, οι οποίοι εμμένουμε στη καλλιέργεια διχαστικού κλίματος και δεν συνειδητοποιούμε τη σοβαρότητα των εθνικών μας θεμάτων. Προ εικοσιπενταετίας σε σεμινάριο της επιχείρησης, στην οποία εργαζόμουν, είχαμε επαφή βόρειοι και νότιοι Έλληνες. Εμείς αγωνιούσαμε για το όνομα Μακεδονία και εκείνοι για το αν θα κυκλοφορούν στον δακτύλιο το Σαββατοκύριακο! Οι γείτονες έστησαν ανδριάντα του μεγάλου Αλεξάνδρου στα Σκόπια και η Αθήνα δεν έχει ακόμη ούτε προτομή του ούτε και θα αποκτήσει. Πιο μικρόψυχοι σήμερα οι του Νότου απ’ ότι οι τότε Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων. «Έλα, μωρέ, και τι έγινε; Δεν έχουν το δικαίωμα να αυτοπροσδιοριστούν;», αποκρίνονται αρκετοί ενδοτικοί στο έπακρον, που κουράστηκαν να ακούνε για το χρονίζον πρόβλημα. Η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτε, απεναντίας παραχωρεί τα πάντα, για να λάβει τον έπαινο από τους σταυρωτές της, «φίλους», «συμμάχους» και «εταίρους»! Πότε αντιμετωπίστηκε σοβαρά από μέρους μας η παρουσία στις γειτονιές χώρες, ΠΓΔΜ και Αλβανία πολλών βλαχοφώνων Ελλήνων; Τι κάνουμε για την ανάσχεση της καταπίεσης της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία από τον ανεκδιήγητο «σοσιαλιστή» Ράμα, ο οποίος θα έπρεπε να δεχθεί κάποια επίκριση, τουλάχιστον, από τον «δικό» μας (τρομάρα μας!) πρόεδρο της Διεθνούς τους. Αλλά εμείς δεν θάψαμε ακόμη τους νεκρούς μας εκεί! Τα προσωπεία έπεσαν. Η χώρα μας είναι γυμνή από υπερασπστές. Αν η σημερινή κυβέρνηση ενδώσει, θα προσφέρει τα μέγιστα σ’ εκείνες που θα τη διαδεχθούν. Το καταλαβαίνουν αυτό, εκείνοι που κινούνται να αμυνθούν; Μπορούν να υιοθετήσουν το σύνθημα των κομμουνιστών «φονιάδες των λαών Αμερικάνοι»; Και οι κομμουνιστές, όσοι απόμειναν, μπορούν να συναισθανθούν ότι σήμερα το ιδεολόγημα δεν προβάλλεται από τον «πατερούλη», αλλά από την κατ’ εξοχήν ιμπεριαλιστική δύναμη, όρο που λατρεύουν να χρησιμοποιούν;
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»
Η χώρα βρίσκεται μπροστά σε ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ, αναφέρει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, υπογραμμίζοντας πως «έχει έρθει πλέον η ώρα να πάρουμε τις αναγκαίες αποφάσεις».
Το Σκοπιανό -Του Αλέξη Παπαχελά
(02.01.2018)
Το ζήτημα των Σκοπίων αποτελεί μια εκκρεμότητα που μπορεί και πρέπει να κλείσει. Το σχέδιο Κοτζιά προβλέπει την επίλυση των διαφορών με την ΠΓΔΜ και την Αλβανία έτσι ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει η χώρα το κύριο μέτωπο, που είναι η Τουρκία. Η υπόθεση της ονομασίας αποτελεί άλλωστε ένα μάθημα για το πώς να μη χειρίζεται κανείς ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Η ηγεσία της χώρας εγκλωβίσθηκε στη ρητορική της και στη φρενίτιδα που η ίδια καλλιέργησε. Χάθηκαν πολύτιμο στρατηγικό κεφάλαιο και σημαντικές ευκαιρίες για λύσεις που θα μας επέτρεπαν να έχουμε τον μικρό βόρειο γείτονα ως «δορυφόρο». Αυτά όμως ανήκουν στην Ιστορία.
Το γεγονός ότι για πρώτη φορά υπάρχει μια φιλοευρωπαϊκή, μετριοπαθής κυβέρνηση στα Σκόπια δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια έντιμη λύση. Το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες θέλουν οπωσδήποτε λύση του θέματος γιατί επιδιώκουν μια ευρωπαϊκή επιτυχία. Η καγκελάριος Μέρκελ αναφερόταν πάντοτε στο ζήτημα αυτό στο τέλος των συναντήσεων με Ελληνες πρωθυπουργούς.
Το περίγραμμα της λύσης δεν μπορεί ασφαλώς παρά να συνάδει με την εθνική γραμμή Καραμανλή-Μπακογιάννη, όπως εκφράσθηκε στο Βουκουρέστι. Και η λύση μοιάζει να είναι εφικτή.
Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Ο πρωθυπουργός θέλει μια τέτοια συμβιβαστική λύση και την έχει υποσχεθεί στους Ευρωπαίους συνομιλητές του. Ο υπουργός Αμυνας διαφωνεί όμως, θεωρώντας ότι ένας συμβιβασμός θα τον τελειώσει πολιτικά.
Η Ν.Δ. βρίσκεται σε δύσκολη θέση και είναι σαφές πως η κυβέρνηση θα ήθελε πολύ να χρησιμοποιήσει το Σκοπιανό για να τη διασπάσει. Ο αρχηγός της Ν.Δ. προφανώς συμφωνεί με μια έντιμη, ρεαλιστική λύση. Δεν μπορεί όμως να αφήσει να επαναληφθεί η εμπειρία του πατέρα του, ο οποίος είδε το κόμμα του να διασπάται λόγω αυτού του ζητήματος. Είναι βέβαιο ότι μια ομάδα βουλευτών της Ν.Δ. δεν θα ψηφίσει οιαδήποτε συμβιβαστική λύση. Ηδη εντείνονται οι φήμες ότι στη Βόρεια Ελλάδα σχεδιάζεται κόμμα στα δεξιά της Ν.Δ. και το Σκοπιανό θα μπορούσε να αποτελέσει την ιδεατή πλατφόρμα γι’ αυτό.
Εχουμε ακόμη πολύ δρόμο για να φτάσουμε στη συμφωνία. Οι ειδήμονες θεωρούν ότι υποτιμάμε το πόσο δύσκολος είναι ο συμβιβασμός για την κυβέρνηση της ΠΓΔΜ.
Τα εθνικά θέματα συνιστούν μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Οπότε έμπλεξαν με την εσωτερική πολιτική σκηνή, κατέληξαν σε τραγωδίες ή χαμένες ευκαιρίες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς αν η κυβέρνηση θέλει ειλικρινώς την επίλυση του προβλήματος ή τη διάσπαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης• και την πολυδιάσπαση του πολιτικού μας συστήματος, που θα δώσει την ευκαιρία σε μικρά ακραία κόμματα να έχουν ρυθμιστικό ρόλο σε συνθήκες απλής αναλογικής.