Τι πρέπει να γνωρίζετε για την απορρόφηση του μαγνησίου και την συνολική προσφορά του στον οργανισμό:
Περίπου το 99% του συνολικού μαγνησίου του σώματος αποθηκεύεται σε οστά, μύες και μαλακούς ιστούς. Ενώ ένα 50-60% του αποθηκευμένου μαγνησίου, βρίσκεται στα υποκατάστατα επιφάνειας του υδροξυαπατίτη, ένα μέταλλο φωσφορικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί συστατικό των οστών και βασικό συστατικό του σμάλτου των δοντιών. Το περισσότερο από το υπόλοιπο αποθηκευμένο μαγνήσιο περιέχεται στους σκελετικούς μυς και σε μαλακούς ιστούς.
Η περιεκτικότητα του οστού σε μαγνήσιο μειώνεται με την ηλικία, εντωμεταξύ το μαγνήσιο που είναι αποθηκευμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν μπορεί να είναι πλήρως βιοδιαθέσιμο όταν θα παρουσιαστεί έλλειψη μαγνησίου στον οργανισμό. Παρ ‘όλα αυτά, τα οστά μπορούν να παρέχουν μια μεγάλη ανταλλάξιμη δεξαμενή, με σκοπό να εξουδετερώσουν μια οξεία μεταβολή στην συγκέντρωση μαγνησίου του ορού.
Συνολικά, το ένα τρίτο του σκελετικού μαγνησίου είναι ανταλλάξιμο και χρησιμεύει ως μία δεξαμενή για τη διατήρηση των φυσιολογικών επιπέδων του εξωκυττάριου μαγνησίου.
Εξωκυτταρικά η αποθηκευμένη ποσότητα μαγνησίου φτάνει περίπου το 1% του συνολικού μαγνησίου που βρίσκεται κυρίως στον ορό και στα ερυθρά αιμοσφαίρια.
Η προσφορά του μαγνησίου στον οργανισμό
Το μαγνήσιο είναι συμπαράγοντας σε πάνω από 300 ενζυματικές αντιδράσεις.
Έχει τη ιδιότητα να σταθεροποιεί σημαντικά ένζυμα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που απαιτούνται για τις αντιδράσεις παραγωγής ΑΤΡ.
Το ATP απαιτείται καθολικά για:
- την χρησιμοποίηση της γλυκόζης,
- τη σύνθεση του λίπους, των πρωτεϊνών, των νουκλεϊκών οξέων και των συνενζύμων,
- τη σύσπαση των μυών,
- τη μεταφορά μεθύλομάδων
- αλλά και σε πολλές άλλες διαδικασίες.
Επομένως τα προβλήματα που σχετίζονται με την έλλειψη μαγνησίου επηρεάζουν όλες τις λειτουργίες αυτές.
Είναι απαραίτητο να γνωρίζει κάποιος ότι: ο μεταβολισμός του ATP, η σύσπαση των μυών και η χαλάρωση αυτών, η φυσιολογική νευρολογική λειτουργία και η απελευθέρωση των νευροδιαβιβαστών, είναι όλα εξαρτώμενα από το μαγνήσιο.
Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι το μαγνήσιο συμβάλλει:
- στη ρύθμιση του αγγειακού τόνου και του καρδιακού ρυθμού,
- στη θρόμβωση που ενεργοποιείται από τα αιμοπετάλια
- στο σχηματισμό των οστών.
⇒ Στην μυϊκή συστολή, για παράδειγμα, το μαγνήσιο διεγείρει το ασβέστιο για την εκ νέου πρόσληψη της ΑΤΡάσης που έχει ενεργοποιηθεί από το ασβέστιο του σαρκοπλασματικού δικτύου.
⇒ Το μαγνήσιο ρυθμίζει περαιτέρω τη μεταγωγή σήματος της ινσουλίνης και τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων και είναι σημαντικό για την κυτταρική προσκόλληση και την διαμεμβρανική μεταφορά, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς των ιόντων καλίου και ασβεστίου.
⇒ Διατηρεί επίσης την διαμόρφωση των νουκλεϊκών οξέων και είναι απαραίτητο για την δομική λειτουργία των πρωτεϊνών και των μιτοχονδρίων.
«Βρείτε το Μαγνήσιο ως συμπλήρωμα διατροφής στο DoctorsFormula’s»
Μαγνήσιο και Διαβήτης
Από καιρό υπήρχε η υποψία ότι το μαγνήσιο μπορεί να έχει ένα ρόλο στην έκκριση ινσουλίνης, λόγω της μεταβολής στην έκκριση ινσουλίνης και της ευαισθησίας που παρατηρήθηκε σε άτομα με ανεπάρκεια μαγνησίου. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει υψηλό επιπολασμό της υπομαγνησιαιμίας και χαμηλότερες ενδοκυτταρικές συγκεντρώσεις μαγνησίου σε διαβητικούς.
Έχουν προκύψει αρκετά οφέλη από την συμπλήρωση μαγνησίου στο μεταβολικό προφίλ των διαβητικών, σύμφωνα με όσα έχουν παρατηρηθεί σε κλινικές μελέτες. Ακόμη το ασβέστιο και το μαγνήσιο ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τις ίδιες θέσεις σύνδεσης με μόρια πρωτεϊνών του πλάσματος. Αποδείχθηκε ακόμη ότι το μαγνήσιο ανταγωνίζεται την, από το ασβέστιο εξαρτώμενη, απελευθέρωση της ακετυλοχολίνης στην τελική κινητική πλάκα των μυϊκών ινών.
Το μαγνήσιο μπορεί να θεωρηθεί ως φυσικός ανταγωνιστής ασβεστίου.
Ενώ το ασβέστιο είναι μια ισχυρή «σκανδάλη θανάτου», το μαγνήσιο δεν είναι. Το μαγνήσιο αναστέλλει τον κυτταρικό θάνατο που προκαλείται από το ασβέστιο. Είναι αντι-αποπτωτικό στη μεταφορά της μιτοχονδριακής διαπερατότητας και ανταγωνίζεται την απόπτωση που ενεργοποιείται από υπερφόρτωση ασβεστίου.
Η ομοιόσταση του μαγνησίου διατηρείται από το έντερο, τα οστά και τα νεφρά.
Το μαγνήσιο, ακριβώς όπως και το ασβέστιο, απορροφάται κυρίως στο έντερο και αποθηκεύεται στα οστά, ενώ η περίσσεια μαγνησίου απεκκρίνεται από τα νεφρά και τα κόπρανα.
Ειδικότερα, το μαγνήσιοαπορροφάται κυρίως στο λεπτό έντερο, αν και κάποιο μέρος του μπορεί να προσληφθεί μέσω του παχέος εντέρου.
Από τη συνολική διατροφική πρόσληψη του μαγνησίου που καταναλώνεται, μόνο περίπου το 24-76% απορροφάται από το έντερο και το υπόλοιπο αποβάλλεται με τα κόπρανα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η εντερική απορρόφηση δεν είναι ευθέως ανάλογη προς την πρόσληψη μαγνησίου. Η απορρόφηση εξαρτάται κυρίως από την ποσότητα του μαγνησίου στον οργανισμό. Όσο χαμηλότερη είναι η ποσότητα του μαγνησίου στον οργανισμό, τόσο περισσότερο από αυτό το στοιχείο απορροφάται στο έντερο, έτσι η σχετική απορρόφηση μαγνησίου είναι υψηλή όταν η διαθεσιμότητα στον οργανισμό είναι χαμηλή και το αντίστροφο. Όταν η εντερική συγκέντρωση μαγνησίου είναι χαμηλή, επικρατεί ενεργή δια κυτταρική μεταφορά, κυρίως στο λεπτό έντερο.
Οι νεφροί είναι ζωτικής σημασίας για την ομοιόσταση του μαγνησίου στον οργανισμό, αφού η συγκέντρωση του στον ορό ελέγχεται κυρίως από την απέκκριση του στα ούρα. Η απέκκριση μαγνησίου ακολουθεί ένα κιρκαδικό ρυθμό, η μέγιστη απέκκριση συμβαίνει τη νύχτα. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, περίπου 2400 mg μαγνησίου που υπάρχουν στο πλάσμα φιλτράρονται από τα σπειράματα. Το φιλτραρισμένο φορτίο, αμέσως θα απορροφηθεί στο 95% και μόνο ένα 3-5% θα απεκκριθεί στα ούρα (δηλαδή περίπου100 mg).
Είναι αξιοσημείωτο ότι η μεταφορά του μαγνησίου διαφέρει από εκείνη των περισσότερων άλλων ιόντων (μετάλλων), αφού η κύρια θέση της εκ νέου απορρόφησης δεν είναι το εγγύς εσπειραμένο σωληνάριο, αλλά το παχύ ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle. Εκεί, το 60-70% των μαγνησίου απορροφάται και ένα άλλο μικρό ποσοστό (~ 10%) απορροφάται στα άπω σωληνάρια.
Τα νεφρά, ωστόσο, μπορούν να μειώσουν ή να αυξήσουν την απέκκριση του μαγνησίου και την εκ νέου απορρόφηση μέσα σε ένα αρκετά μεγάλο εύρος: η νεφρική απέκκριση του φιλτραρισμένου φορτίου μπορεί να ποικίλει από 0,5 έως 70%. Από τη μία πλευρά, τα νεφρά είναι σε θέση να διατηρήσουν το μαγνήσιο κατά την διάρκεια της έλλειψής του, με τη μείωση της απέκκρισης του. Από την άλλη πλευρά, το μαγνήσιο μπορεί επίσης να αποβάλλεται γρήγορα σε περιπτώσεις υπερβολικής πρόσληψης.
Ενώ η επαναπορρόφηση εξαρτάται κυρίως από τα επίπεδα μαγνησίου στο πλάσμα, οι ορμόνες παίζουν μόνο δευτερεύοντα ρόλο (π.χ. η παραθορμόνη, η αντιδιουρητική ορμόνη, η γλυκαγόνη, η καλσιτονίνη ), με τα οιστρογόνα να είναι η εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.
Ακόμη ο μηχανισμός με τον οποίο τα ερυθρά κύτταρα διατηρούν το σχήμα τους έχει αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων μελετών. Ένας από τους κρίσιμους παράγοντες για τη διατήρηση του σχήματος τους, είναι το επίπεδο τριφωσφορικήςαδενοσίνης (ΑΤΡ) των επιπέδων των ερυθρών κυττάρων.
Η αλληλεπίδραση του ασβεστίου, του μαγνησίου και του ΑΤΡ με δομικές πρωτεΐνες μεμβράνης ασκεί ένα σημαντικό ρόλο στον έλεγχο του σχήματος των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Τέλος, το μαγνήσιο μπορεί και ενισχύει την δέσμευση του οξυγόνου με τις πρωτεΐνες της αίμης.
Συμπτώματα Ανεπάρκειας Μαγνησίου
Οι ασθενείς με υπομαγνησιαιμία πάσχουν από ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων, όπως μυϊκές κράμπες, καρδιακές αρρυθμίες ή επιληψία. Επιπρόσθετα έρευνες έχουν αποδείξει ότι, η ανεπάρκεια μαγνησίου παράγει νευροπαθολογίες. Τα ιόντα μαγνησίου ρυθμίζουν τη ροή των ιόντων ασβεστίου σε νευρωνικούς διαύλους ασβεστίου, βοηθώντας στη ρύθμιση της παραγωγής νιτρικού οξειδίου στο νευρικό σύστημα.
Σε ανεπάρκεια μαγνησίου, οι νευρωνικές απαιτήσεις για το μαγνήσιο μπορεί να μην πληρούνται, προκαλώντας νευρωνική βλάβη η οποία θα μπορούσε να εκδηλωθεί και ως κατάθλιψη. Οι ερευνητές θεωρούν ότι η συμπληρωματική χορήγηση μαγνησίου είναι αποτελεσματική για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης που προκύπτει από την έλλειψη μαγνησίου του ορού.
Τέτοιου είδους νευρωνικά ελλείμματα ιόντων μαγνησίου, μπορεί να προκληθούν από τις ορμόνες του στρες, την υπέρ-συσσώρευση ασβεστίου καθώς και από τις διατροφικές ανεπάρκειες μαγνησίου.
Έχουν καταγραφεί περιστατικά που δείχνουν ταχεία ανάκαμψη από τη κατάθλιψη, χρησιμοποιώντας έως 300 mg μαγνησίου, ως γλυκινικό.
Το μαγνήσιο βρέθηκε αποτελεσματικό για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης σε γενική χρήση, αλλά και σε συνοδευτικές ψυχικές ασθένειες, όπως είναι:
- η κεφαλαλγία,
- το άγχος,
- η ευερεθιστότητα,
- η αϋπνία,
- η επιλόχεια κατάθλιψη,
- η κατάχρηση αλκοόλ και καπνού και
- η υπερευαισθησία στο ασβέστιο.
Η ανεπάρκεια μαγνησίου είναι η μεγαλύτερη αιτία για την εμφάνιση της κατάθλιψης και των σχετικών προβλημάτων ψυχικής υγείας.
⇒ Στον εγκέφαλο το μαγνήσιο ρυθμίζεται από τη δραστικότητα του υποδοχέα NMDA. Σαν συνέπεια, τα μειωμένα επίπεδα μαγνησίου στον ορό προκαλούν υπερευαισθησία των νευρώνων και σχετίζονται με επιληψία, ημικρανία και κατάθλιψη.
⇒ Στην καρδιά το αποτέλεσμα από τυχών διαταραχές του μαγνησίου μπορεί να είναι η παρουσία αρρυθμιών.
⇒ Στους μυς, τα χαμηλά επίπεδα μαγνησίου στο πλάσμα οδηγούν σε μυϊκούς σπασμούς και κράμπες.
Πηγή Doctors Formula’s