Ἤμασταν δασκαλούλια κι μεῖς τὰ κουρίτσια ἰτότι εἴχαμι ὅλα κόσις. Τς ἔπληκάμι κάθι προυΐ, ἀφοῦ νιβουμάσταν. Μᾶς ἦρθι κα’ τοῦ 1938 μνιὰ καλὴ δασκάλα ἀπ’ ‘νΚουζάν’, ἡ Κικὴ Χασάπη. Αὐτὴν νοίκιαζι στοὺ σπίτ’ τ’Γκουριαμουβαγγέλ’ 1916. Κάναν κιρὸ τὶ τνἦρθι, ἔβαλι ζόρ’ νὰ κόψουμι ὅλα τὰ κουρίτσια τς κόσις μας. Μπορεῖ νὰ φουβοῦνταν καμνιὰ ἀρρώστχεια, ἢ κι τς ψείρις ἀκόμα. Μᾶς πῆγι ἀποὺ δῶ μᾶς πῆγι ἀποὺ κεῖ κι ἀρχίντσι ὕστιρα μὶ τοὺ ζόρ’ νὰ μᾶς στς κόψ’. Μνιὰ μέρα πχιάν’ κι κόβ’ μνιὰ χουντρὴ κι μιρακλήθκ’ κόσα ἀπ’ εἶχι ἡ Σκαριμπουθυμία 1925, ὕστιρα παντρέφκι τοὺν Ζαραβιγκουζιώγα 1923. Μόρα ‘νἔκουψι κι μνιὰ χαρά. Ἡ Θυμία τνεἶπι, «κυρία, θέλου νὰ μὶ δώης ‘νκόσαμ’, νὰ ‘νἔχου γιὰ ἰνθύμιου». Ὕστιρα ἔκουψι κι ἀποὺ μᾶς ὅλα τὰ κουρίτσια. Ἰμεῖς ὅμους ὅλα ἔκλιγάμι, γιατὶ τοὺ θιουρούσαμι ἀντρουπὴ τρανὴ νὰ κόψουμι τς κόσις μας. Ἅμα ὅμους ἔσουσάμι τοὺ σκουλειὸ ξανἄφκαμι τὰ μαλλιά μας κι ἔφκιασάμι πάλι τρανὲς κόσις.
Ἰὰ νὰ δῆς τὶ μπέρκου ἐπαθάμι ἡ καημένουζμας.
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
γράψιμου ἀρ.νι.μα
ἰά, σήμιρα σαββάτου 9τ’φλιβάρ’
ἐκανάμι στοὺ χουργιὸ κι τοὺ χρουνιάτκου τς θχειάκουζμ τς Βαγγιλῆς.
τρέχ’ ἡ κιρός. Θιὸς σχουρέστην