Οἱ ταλαίπωροι δήμιοι, τῶν Σαράντα Μαρτύρων, προσπάθησαν νὰ ἀνακαλύψουν ἕναν ποὺ ἀνέπνεε ἀκόμη. Ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὸν ἀφαιρέσουν ἀπὸ τοὺς ἰσότιμους συναθλητάς του. Ἐλεγχόμενοι ἀπὸ τὸ παράλογο φρόνημά τους σκέφτηκαν νὰ κλέψουν ἕναν ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν Σαράντα.
Ἡ μάννα του ὅμως, ποὺ τὸν κυοφόρησε, τὸν σήκωσε στοὺς ὤμους της. Τὸν μετέφερε καὶ τὸν ἔβαλε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μάρτυρες. Ἔπραξε αὐτό, γιὰ νὰ φθάση κι ὁ γιός της στὸ πνευματικὸ ἁλώνι. Νὰ στοιβαχθῆ στὴν θημωνιὰ τῆς πολυτίμου μαρτυρικῆς κλήσεως, ὥστε μὲ τὸ λίχνισμα τοῦ πνευματικοῦ ἀνέμου νὰ πολιτογραφηθῆ γρηγορότερα ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό. Κι ὅπως στὴ γῆ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Υἱὸ τοῦ Φωτός, ἔτσι νὰ εἰσέλθη στὴν ζωντανὴ πόλι τῆς Ἱερουσαλήμ. Νὰ γίνη μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἅγιος ἄρτος στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ.
Τέτοιες σκέψεις εἶχε ἡ πιστὴ καὶ ὁσία μάννα μεταφέροντας τὸν γιό της στὸν μεγάλο δρόμο. Μὲ τέτοιο φρόνημα στήριζε τὸ κεφάλι της καὶ τὸν ὁδηγοῦσε πρὸς τὰ βασίλεια. Μὲ τὴν πίστι της ἔβλεπε συγκεντρωμένο τὸ πνευματικὸ φορτίο, ἀλλὰ τὸν γιό της ξεχωρισμένο.
Ἔλεγε μέσα της. «Ἔστω κι ἂν ἐκεῖνοι οἱ δόλιοι ἐργάτες, οἱ δήμιοι, περιφρόνησαν τὸν καρπό μου καὶ δὲν τὸν ἀποθήκευσαν, ἐγὼ ὅμως δὲν παραβλέπω τὸ βλαστάρι τῶν μητρικῶν μου πόνων. Θὰ μαζέψω τὸν καρπὸ καὶ θὰ τὸν προσφέρω στὸ Χριστό. Ἔτσι θὰ τὸν ἀπολαύσω ἄφθαρτο, ὅταν θὰ ἔλθη ὁ Σταυρωθεὶς γιαὐτόν.
Δὲν λιποψυχῶ καθὼς τὸν κουβαλῶ, ἐπειδὴ νίκησα τὴν καρδιὰ τῆς γυναίκας. Ἐδῶ πιὰ κομματιάστηκαν οἱ φυσικοὶ ὅροι καὶ ὅσα ἔχει ἡ γυναικεία φύσι. Ἔγινα ἀνδρεία καὶ μὲ πολλὴν προθυμία ἀκολουθῶ τὴν πανέμορφη πορεία τοῦ ἀγαπητοῦ μου παιδιοῦ. Τὸν κυοφόρησα ἐννέα μῆνες, ὥστε ἀφοῦ κατέλθη νὰ γνωρίση τὴν ἀπέραντη γῆ. Θὰ τὸν βαστάσω πάλι ἀκόμη λίγο, ὥστε, ἀφοῦ ἀνέλθη, νὰ γνωρίση τὶς ὀμορφιὲς τοῦ οὐρανοῦ. Τὸν κουβαλοῦσα ματωμένο κατὰ τὴν ἐγκυμοσύνη μου, μέχρις ὅτου ἦλθε ἡ μέρα κατὰ τὴν ὁποία γέννησα ἄνθρωπο. Ματωμένο πάλι τὸν ἔχω πάνω στοὺς ὤμους μου, ἕως ὅτου εἰσέλθη στὴν συντροφιὰ τῶν ἀγγέλων. Μιὰ φορὰ ἀπὸ τὰ σπλάγχνα μου τὸν προσέφερα στὸν κόσμο μὲ σῶμα θνητὸ καὶ φθαρτό. Τὴν δεύτερη φορὰ τὸν ἔχω στοὺς ὤμους μου καὶ τὸν προσφέρω στὸν Ὕψιστο καὶ Ἀθάνατο. Ἀπὸ δῶ καὶ στὸ ἑξῆς θὰ τὸν ἔχω συνεχῶς.
Ὁ νοῦς μου εἶναι γεμᾶτος θαυμασμό. Τὶ μεγαλειώδη γεγονότα βλέπω στὸν γιό μου! Νάτος. Τρέχει πιὸ μπροστὰ ἀπὸ μένα σὰν νεαρὸ παιδί. Εἶναι γερμένος πάνω μου μὲ τσακισμένα μέλη καὶ εἶναι ὄρθιος μὲ κατεύθυνσι πρὸς τὸν οὐρανό. Εἶναι κατασημαδεμένος μὲ τραύματα καὶ χτυπήματα. Τὸν βλέπω ντυμένο μὲ ἔνδοξη στολή. Σιωπᾶ ἡ γλῶσσα του, ἀλλὰ ὑμνεῖ τὸ πνεῦμα του. Ἔχει φτερὰ στὰ πόδια του καὶ ἐγγίζει τὰ ὕψη. Μιὰ Φωνὴ τὸν προσκαλεῖ νὰ ἔλθη μαζὶ μὲ τοὺς συμμάρτυρες λέγοντάς του, «Ἐλᾶτε καὶ εἰσέλθετε στὸ νυμφικὸ δωμάτιο τοῦ Φωτός».
Γιαὐτὸ λοιπὸν μὲ ὅλα αὐτὰ χαίρομαι καὶ λέγω στὸ γιό μου, ὅτι εἶσαι μακάριος, ἀγαπημένε μου γιέ. Ξαφνικὰ πόσο μεγάλη ἀξία πρόσθεσες στὴν ὀμορφιά σου! Πόσο μεγάλη κληρονομιὰ βρῆκαν τὰ νιᾶτα σου καὶ ἡ ζωή σου θεϊκὴ ἀπόλαυσι!
Ἀγαπημένε μου γιέ, μακάρια εἶναι τὰ χέρια σου, διότι ψηλάφησαν τὸν ἀόρατο πλοῦτο. Μακάρια εἶναι τὰ πόδια σου, πολυαγαπημένε μου, διότι ξεκόπηκαν ἀπὸ τὴ γήϊνη λάσπη. Πόσα σκέφτηκα μέσα μου. Ἔλεγα, ἀπὸ ποῦ τάχα νὰ προσκαλέσω νύμφη γιὰ τὸ γιό μου; Ἐγὼ εἶμαι πτωχὴ καὶ αὐτὸς εἶναι ἄσημος. Ποιὸς θὰ μᾶς δεχθῆ γιὰ συμπεθεριό; Πῶς νὰ ζητήσω προῖκα ἢ οἰκογένεια μὲ μεγάλο ὄνομα ποὺ νὰ καταδέχεται τὴν δική μας ταλαιπώρια;…».
Ὦ γυναῖκα, μεγάλη εἶναι ἡ πίστι σου. Πραγματικὰ πολὺ μεγάλη καὶ ἔνδοξη! Μεγάλα εἶναι καὶ τὰ ἀγωνίσματα καὶ πολύτιμα τὰ βραβεῖα τῆς θεοφιλοῦς ψυχῆς σου. Εἶσαι ἁγία ρίζα καὶ ἅγιο τὸ κλωνάρι σου. Ἡ ἁγιότητά σου θὰ μείνη στὸν αἰῶνα. Κληρονόμησες στὴν ἀνθρωπότητα ὄνομα θαυμαστό. Βρῆκες ἀνάμεσα στοὺς ἀγγέλους ἔπαινο αἰώνιο. Ὅπως ὁ γεωργὸς χαίρεται τὸ ἄρωμα τῶν ἀγριολούλουδων, ἔτσι καὶ οἱ ἄγγελοι τὴν εὐωδιά σου. Ὅπως εἶναι τὰ καρποφόρα δένδρα μέσα στοὺς εὐκράτους ἀνέμους, ἔτσι εἶναι ἡ προσευχή σου ἀπέναντι στὸ Σωτήρα.
Σὰν τὴ Σάρρα εὐλογήθηκες καὶ σὰν τὴ Λεία ἁγιάσθηκες. Σὰν τὴ Ρεβέκκα καὶ σὰν τὴ Ραχὴλ δοξάσθηκες μὲ ὀμορφιά…».
Ἐγκώμιο εἰς τοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας
τ. 7ος, σελίδες 152-162 Περιβόλι τῆς Παναγίας
μετφρσς ἀρ.νι.μα.