Ο γιoς μου πήρε το Lower στην έκτη δημοτικού! Και η κόρη μου! Κι ο ανιψιός μου! Της κουμπάρας μου το πήρε στην πέμπτη! Τι συμβαίνει; Βιώνουμε ένα τσουνάμι διάνοιας ή πέσαμε θύματα απάτης; Κάτι ανάλογο συνέβη και τη δεκαετία του ‘90 με τα πτυχία PALSO τα οποία αποδείχτηκαν τίτλοι χωρίς αντίκρισμα. Όλα τα φροντιστήρια τότε δήλωναν 100% επιτυχία. Με λύπη διαπιστώνω ότι κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και σήμερα.
Εκπτώσεις γίνονται σχεδόν σε όλες τις οικονομικές συναλλαγές ως μέσο εκκαθάρισης αποθέματος, προσέλκυσης αγοραστών, ακόμα και ως φιλική χειρονομία. Εσχάτως, ωστόσο, εκπτώσεις παρατηρούνται και σε άλλους τομείς ανθρώπινης δραστηριότητας καθώς επίσης και στις ηθικές αξίες. Το χείριστο είδος μείωσης της αξίας του παρεχόμενου προϊόντος ή υπηρεσίας είναι η έκπτωση που παρατηρείται στην εκπαίδευση η οποία εκδηλώνεται ως υπερβαθμολόγηση ή ως χαμήλωμα του πήχη.
Στην ξενόγλωσση παιδεία, η έκπτωση αυτή έχει πάρει τη μορφή χορήγησης πιστοποιητικών γλωσσομάθειας , τα οποία δυστυχώς αναγνωρίζονται και από τον ΑΣΕΠ, σε όλους τους συμμετέχοντες ανεξαρτήτως της επίδοσής τους. Βραχυπρόθεσμα, αυτό δημιουργεί μία αίσθηση ικανοποίησης – το παιδί μου πήρε το Lower στα 12 – μακροπρόθεσμα, όμως, προκαλεί τεράστια ζημία. Πρώτα από όλα, στην ηλικία αυτή, η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών δεν έχει κατακτήσει τη μητρική τους γλώσσα στο επίπεδο Β2, πόσο μάλλον τα αγγλικά. Τα κριτήρια βαθμολόγησης των υποψηφίων είναι υπερβολικά χαλαρά, ειδικά στα προφορικά και στην έκθεση, και οι ερωτήσεις στα άλλα δύο σκέλη της εξέτασης ( ακουστική κατανόηση και κατανόηση κειμένου) είναι γελοιωδώς εύκολες και σε καμία περίπτωση επιπέδου Β2· κατά την εκτίμησή μου βρίσκονται πιο κοντά στο Α2. Ο μαθητής συνηθίζει στον εύκολο τρόπο και δε μαθαίνει να μελετά και να προσπαθεί συστηματικά. Ως αποτέλεσμα, νομίζει ότι όλες οι εξετάσεις θα είναι πάντα τόσο εύκολες και όταν αντιληφθεί πόσο σκληρή δουλειά απαιτείται για να πετύχει στις πανελλήνιες ή σε παρόμοιας δυσκολίας δοκιμασίες θα είναι πια πολύ αργά. Σε αυτό σίγουρα συντελεί και η υπερβαθμολόγηση στο γυμνάσιο και λύκειο, όπου το 18 και το 19 δίδονται με χαρακτηριστική άνεση.
Το κακό, όμως, δε σταματά εδώ. Ο μαθητής που πήρε ένα αμφιβόλου αξίας Lower στα δώδεκα και ένα εξίσου κίβδηλο Proficiency στα δεκατρία κάποτε συνειδητοποιεί ότι οι γνώσεις του δεν του επιτρέπουν να ανταπεξέλθει στις ακαδημαϊκές ή επαγγελματικές υποχρεώσεις του. Αυτό συχνά υπονομεύει την αυτοπεποίθηση του και περιορίζει τις προοπτικές για περαιτέρω εξέλιξη. Εξάλλου, είναι κοινό μυστικό ότι στον ιδιωτικό τομέα το καθοριστικό κριτήριο επιλογής προσωπικού δεν είναι το πτυχίο, αλλά η ευχέρεια με την οποία χειρίζεται ο υποψήφιος την ξένη γλώσσα. Το δημόσιο βρίθει από κατόχους αγορασμένων πτυχίων, οι οποίοι αδυνατούν να κατανοήσουν φυσικούς ομιλητές της γλώσσας ή να εκφραστούν οι ίδιοι στα αγγλικά.
Πώς μπορούν οι γονείς να αποφύγουν τέτοια λάθη και να θέσουν στέρεα θεμέλια για τη γνωστική εξέλιξη του παιδιού τους; Πρώτα από όλα, η ιδανική ηλικία για να ξεκινήσει ένα παιδί την εκμάθηση μίας δεύτερης γλώσσας είναι τα εννιά (μετά το τέλος της δευτέρας τάξης δημοτικού) και μόνο εφόσον έχει εξοικειωθεί πλήρως με γραφή και ανάγνωση. Υπάρχουν και εξαιρέσεις που μπορούν να τα καταφέρουν και ένα χρόνο νωρίτερα όπως επίσης και περιπτώσεις που θα πρέπει να περιμένουν ένα ή δύο χρόνια ακόμη , ειδικά αν αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες μαθησιακές δυσκολίες. Να ληφθεί υπόψη ότι η εκμάθηση μίας γλώσσας είναι μια διαρκής διαδικασία η οποία απαιτεί επιμονή, καθοδήγηση από ειδικό, και ουσιαστική ενασχόληση. Η χορήγηση ενός τίτλου γλωσσομάθειας σε ένα παιδί δώδεκα χρονών, το οποίο δυσκολεύεται να εκφραστεί στη μητρική του γλώσσα, είναι σα να δίνουμε δίπλωμα οδήγησης σε κάποιον που δεν ξέρει να οδηγεί.
Κάθε φαινόμενο, βεβαίως, έχει και μία αιτία. Πίσω από τα εν λόγω fast food πιστοποιητικά κρύβεται η οκνηρία και ευθυνοφοβία των καθηγητών αγγλικής, οι οποίοι επιλέγουν να ‘ διδάσκουν ’ αγγλικά εύκολα και γρήγορα, δίχως να χρειάζεται να προετοιμαστούν για το μάθημα ή να διορθώνουν μετά από αυτό, και έχοντας πάντα 100% επιτυχία. Αυτό, στους μεν φροντιστηριάρχες εξασφαλίζει αθρόα προσέλευση μαθητών και άρα αυξημένα έσοδα, στους δε διδάσκοντες κατ΄οίκον προσελκύει περισσότερη πελατεία και άρα πάλι αυξημένη ροή ρευστού. Πρόκειται, λοιπόν, όχι μόνο για έκπτωση στην ξενόγλωσση εκπαίδευση αλλά και για έκπτωση στις ηθικές αξίες κάποιων αφού μπορούν με τέτοια ευκολία να θυσιάζουν το μέλλον των μαθητών τους στο βωμό του εύκολου και γρήγορου κέρδους. Καλώ, λοιπόν, όλους τους συναδέλφους να σταματήσουν αυτή την κατηφόρα που έχει πάρει ο κλάδος. Το χρωστάμε στους μαθητές μας, το χρωστάμε στους γονείς, το χρωστάμε στον τόπο μας.