«Κι αν τύχει και πεθάνουμε, ενθύμιο να μείνει…»
Τότε που η πατρίδα κινδύνευε κι αρετή ήταν η ανδρεία, τότε που ο θάνατος παραμόνευε και καταξίωση ήταν η θυσία, οι στρατιώτες μας, με επίγνωση του κινδύνου, με γνώση πιθανού αφανισμού τους, αφιέρωναν τις φωτογραφίες τους από το μέτωπο, (1940, ελληνοϊταλικός πόλεμος) με το παραπάνω αφιερωματικό δίστιχο.
Έστελναν τις φωτογραφίες τους στους δικούς τους, στους αγαπημένους τους, για να μην τους ξεχάσουν, να μην ξεχάσουν ότι δεν πρόλαβαν να ζήσουν, όσα τα νιάτα τους υπόσχονταν και τελεσίδικα τα έχασαν, για την πατρίδα.
Τις έστελναν, ακόμα, σ’ όλους τους συγκαιρινούς, αλλά και στους μετέπειτα, σ’εμάς, για να μην ξεχάσουμε κι εμείς τις θηριωδίες του φασισμού, τα ερείπια του πολέμου, το βάσανο του ξένου ζυγού, να μη λησμονήσουμε τους καρπούς της λευτεριάς από τη δική τους θυσία, να μην παραγνωρίσουμε πως ο θάνατος για την πατρίδα, είναι άλλος θάνατος, πως η λησμονιά δεν είναι μόνο η δική τους «εκτέλεση» από τους δικούς τους, αλλά είναι κι ο δικός μας αφανισμός, αφού χωρίς συλλογικότητα, χωρίς μνήμη, ΤΟ ΤΕΡΑΣ που ξεπροβάλλει και πάλι στην Ευρώπη, μπορεί να θεριέψει.
Στους ψυχωμένους στρατιώτες που όχι μόνο δεν οπισθοχώρησαν στη Γραμμή Άμυνας του Ελλ. Επιτελείου, αλλά εισέβαλαν νικητές, κυνηγώντας τους Ιταλούς, στην Κορυτσά και τη Χειμάρρα, στα άγια κόκαλά τους, τα δαρμένα στα αλβανικά βουνά, αφού ακόμα αναζητούν τον τάφο τους, στα μισοπαραλυμένα κορμιά των επιζησάντων, η μόνη τιμή κι η μόνη δικαίωση είναι η δρώσα μνήμη, είναι το μπόλι της ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ που μας εμφύτευσαν εναντίον κάθε επιβουλέα, εναντίον κάθε δυνάστη.
ΥΓ: Στη χιονισμένη φωτογραφία εικονίζονται, 1ος που μισοφαίνεται, άγνωστος, 2ος Μανόλης Σιώμος, ο πατέρας μου, 3ος Λιάπης, παντοπώλης, 4ος Γιάννης Τσουρτσούλας, καρδιακός φίλος του πατέρα μου.
Όταν ρωτούσα τον πατέρα μου αν φοβήθηκε στον πόλεμο, μ΄απαντούσε: Τι να φουβ΄θώ;
Ήμασταν ανταριασμένοι απ΄ του δίκιου μας κι ήμασταν κι μιτσμένοι (μεθυσμένοι) απ΄τα παγούρια του κουνιάκ΄για τ΄ν παγουνιά. Είχα κι γιρό άλογο κι ήμαν ταμάμ για τα δύσκουλα.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ