Οι πολίτες δικαιούνται να γνωρίζουν τις σημαντικές αποφάσεις που λαμβάνονται γι’ αυτούς και, φυσικά, τους λόγους που τις προκάλεσαν. Είναι θεμελιώδης δημοκρατική απαίτηση στις μέρες μας, όπου ολοένα και περισσότερες αποφάσεις που επηρεάζουν καθοριστικά τη ζωή των πολιτών λαμβάνονται σε υπερεθνικά φόρουμ ή, ακόμα χειρότερα, πίσω από κλειστές πόρτες. Με αυτή την οπτική περιμένουμε με ενδιαφέρον τον ενεργειακό σχεδιασμό (ΕΣΕΚ) της κυβέρνησης για να δούμε πώς γίνεται πράξη η πλήρης απολιγνιτοποίηση μέχρι το 2028.
Του Πάρι Κουκουλόπουλου*
Το νέο ΕΣΕΚ αναμένεται τις επόμενες εβδομάδες και τότε λογικά θα ξέρουμε τι ήταν αυτό που οδήγησε τον πρωθυπουργό στην υιοθέτηση μιας θέσης που πόρρω απέχει από την προεκλογική του δέσμευση για σταδιακή απεξάρτηση από τον λιγνίτη. Η βίαιη απολιγνιτοποίηση που επιλέγεται προκαλεί εύλογα ερωτήματα αναφορικά με την ενεργειακή αυτάρκεια, την ασφάλεια εφοδιασμού και την τιμή της kWh.
Στην παράμετρο περιβάλλον όλοι είμαστε στην ίδια πλευρά, μόνο που η κλιματική αλλαγή δεν αντιμετωπίζεται σε μία και μόνη χώρα ούτε με την απανθρακοποίηση της ΕΕ αποκλειστικά.
Ολα αυτά θα τεθούν στην ώρα τους, σήμερα, ωστόσο, αξίζει να θυμηθούμε τον ενεργειακό σχεδιασμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που κατατέθηκε στην ΕΕ τέλη του 2018.
Το εν λόγω σχέδιο προέβλεπε επενδύσεις 32,7 δισ. ευρώ μέχρι το 2030 για τη διείσδυση των ΑΠΕ και αντίστοιχα περιορισμό της παραγωγής ρεύματος από λιγνίτη στο 17% το 2030.
Στην έκθεσή της για την ελληνική οικονομία (Φεβρουάριος 2019) η Κομισιόν σχολίασε το πιο πάνω σχέδιο ως εξής: «Το ΕΣΕΚ θέτει φιλόδοξους στόχους για τις ΑΠΕ και τη μείωση των εκπομπών. Αυτό θα απαιτήσει μεγάλες επενδύσεις και σταδιακή μείωση του λιγνίτη.
Οι υποσχέσεις αυτές γίνονται καθώς οι λιγνιτικές μονάδες προσεγγίζουν το τέλος της ζωής τους με βάση την περιβαλλοντική νομοθεσία, δίχως κάποια ορατή διαθέσιμη λύση. Βραχυπρόθεσμα, θέματα αυτού του είδους θα πρέπει να αντιμετωπιστούν για να προχωρήσει η χώρα. Η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων θα έχει μεγάλες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις που πρέπει να εξεταστούν σοβαρά».
Τρεις καίριες επισημάνσεις σε πέντε αράδες που μέχρι σήμερα δεν έχουν απαντηθεί και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με τις εξαγγελίες της δυσκολεύει υπέρμετρα τις απαντήσεις.
Ποιοι κερδίζουν από την εξαφάνιση του μεριδίου της ΔΕΗ στις μονάδες βάσης;
Αν χαρακτηρίζεται φιλόδοξος ο στόχος για επενδύσεις ΑΠΕ 32,7 δισ. ευρώ σε 12 χρόνια, πώς χαρακτηρίζεται ο στόχος 42,7 δισ. ευρώ σε 9 χρόνια;
Αν είναι μεγάλες οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις με το προηγούμενο σχέδιο, πώς αξιολογούνται με το κλείσιμο όλων των μονάδων το 2028;
Η Δυτική Μακεδονία βιώνει τα τελευταία πέντε χρόνια μια πρωτοφανή ύφεση, που ήρθε να προστεθεί στη μεγάλη ύφεση των μνημονίων που βίωσε όλη η χώρα. Η μείωση της λιγνιτικής παραγωγής το 2015 στο 50% ήταν αρκετή για να προκαλέσει ύφεση 14,6% στην περιφέρεια και 18,13% στην Κοζάνη τη διετία 2015-2016 (ΕΛΣΤΑΤ).
Οι συνέπειες μιας βίαιης απολιγνιτοποίησης στη Δυτική Μακεδονία ξεπερνούν αναλογικά αυτές της χρεοκοπίας του Ντιτρόιτ και η κυβέρνηση με όσα (δεν) λέει δείχνει να μην τις αντιλαμβάνεται.
Το παρελθόν σπανιότατα προσφέρει λύσεις γιατί τα πράγματα εξελίσσονται, ωστόσο διδάσκει και διαπαιδαγωγεί. Για παράδειγμα, σήμερα δικαιώνεται απολυτά η «μικρή ΔΕΗ» και αποκαλύπτεται περίτρανα πόσο έβλαψαν τη ΔΕΗ και τη Δυτική Μακεδονία κάποιοι για να υπηρετήσουν ποικίλα συμφέροντα και προσωπικές στρατηγικές.
Χρήσιμο συμπέρασμα, αλλά δεν προσφέρει λύσεις. Μας βοηθάει όμως να μετράμε το μπόι του καθενός, όπως και να κατανοήσουμε ότι στον κρίσιμο τομέα της ενέργειας η ώρα του «ταμείου» των εκάστοτε επιλογών έρχεται λίγα χρόνια αργότερα. Η καθαρή ενέργεια μας ενώνει όλους, αλλά απαιτεί και προϋποθέτει καθαρές απαντήσεις.
* Χημικός Μηχανικός και Μέλος του Εκτελεστικού Πολιτικού Συμβουλίου του Κινήματος Αλλαγής
Δημοσιεύτηκε στα «Ιδεογράμματα» στο φύλλο 126 της «Νέας Σελίδας» την Κυριακή 10/11/2019.