Η εκπομπή Ζουν Ανάμεσά μας με τον Αντώνη Πουγαρίδη φιλοξένησε τον Κλεάνθη Πολατίδη, Φιλόλογο – Διδάκτωρ Ιστορίας.
Ερωτηθείς, με αφορμή την έκδοση του ιστορικού λευκώματος Δήμου Εορδαίας με τίτλο «Εορδαία: η ακτινοβόλος εστία του ελληνικού θαύματος» του Θέμη Απατσίδη, ο κ. Πολατίδης απάντησε σχετικά:
«Ήρθε η ώρα να ανοίξει ο φάκελος για την ιστορία της Εορδαίας. Δεν έχουμε πολλά στοιχεία στα χέρια μας, αλλά έχουμε ποιοτικά στοιχεία για να διαμορφώσουμε την ταυτότητά μας, σε σχέση με το παρελθόν».
Προσέθεσε πως στην περιοχή μας δεν υπήρχαν μπροστάρηδες που θα ασχολούνταν για κάποια θέματα και δεν υπήρχε η λογική ενασχόλησης με την τοπική ιστορία, λέγοντας πόσο σημαντικό είναι η ενασχόληση με τον τοπική ιστορία.
Ο κ. Πολατίδης ασχολήθηκε σε προπτυχιακό επίπεδο στο ΑΠΘ Θεσσαλονίκης και έπειτα συνέχισε τη μεταπτυχιακή και τη διδακτορική του διατριβή στη Φλώρινα, βρίσκοντας γόνιμο έδαφος, στις ιστορίες των παππούδων της περιοχής και συγκεκριμένα η προσφυγική εγκατάσταση στην Εορδαία και την Κοζάνη, αλλά και οι σχέσεις γηγενών και προσφύγων στη Δ. Μακεδονία.
Εξήγησε πως και γιατί ασχολήθηκε με στόχο να βγάλει στο φως ιστορίες παππούδων και γιαγιάδων της περιοχής, μίλησε για τις δυσκολίες που αντιμετώπισης, λέγοντας πόσο τον κέρδισαν οι ιστορίες των ανθρώπων της περιοχής και πόσο καλύφθηκαν ερευνητικά κενά που δεν τα είχε αγγίξει κανείς.
Μίλησε για την ανάγκη διερεύνησης της λιγνιτικής ιστορίας της περιοχής, αλλά και για την ανάδειξη της προσφυγικής της ταυτότητας, αλλά και για τα κομμάτια που ο ίδιος ερευνάει πριν και μετά την έλευση των προσφύγων στην Εορδαίας και ειδικά τις αλλαγές που έφερε η μικρασιατική καταστροφή στην περιοχή.
Σημείωσε πως η Εορδαία υπήρξε ο σιτοβολώνας όλης της Δ. Μακεδονίας, όπου και ξεκινούσε η παραγωγή σιτηρών, ενώ αναφέρθηκε σε κτίρια που έπρεπε να διασωθούν όπως τζαμιά και άλλα κτίρια, που είναι κομμάτι της ταυτότητας της περιοχής. Ανέφερε πως οι πρόσφυγες ήρθαν και έφτιαξαν την πόλη από την αρχή, λέγοντας πως η Πτολεμαΐδα του ’30 δεν θυμίζει σε τίποτα τα Καϊλάρια του ’20. Οι πρώτοι πρόσφυγες ήρθαν το ’22 (700 οικογένειες) και δύο χρόνια μετά ακολούθησε το μεγάλο κύμα, τόσο ευρύτερα στη Δ. Μακεδονία.
Στην Εορδαία ήρθαν Πόντιοι, Καυκάσιοι, Θρακιώτες, Μικρασιάτες, ενώ στα τέλη του ’25 υπήρχαν 38 οικισμοί και περίπου 25.000 πρόσφυγες, ωστόσο δεν κάθισαν όλοι στην περιοχή. Επίσης, μίλησε για τις υποδομές που υπήρχαν, ενώ στάθηκε στην συμβολή της Επιτροπής Εγκατάστασης Τροφίμων, το Δημόσιο Αγροκήπιο, τους μύλους που υπήρχαν αλλά και το μεγάλο πανηγύρι (σημερινή λαϊκή αγορά) με την Κοζάνη μάλιστα να θέλει να κάνει κάτι αντίστοιχο όπως έγραφαν εφημερίδες της εποχής. Το ’27 έγινε η επέκταση της πόλης, ενώ δημιουργήθηκαν και συνοικισμοί.
Αναφέρθηκε στην αξία του κτιρίου του υδραγωγείου, περιγράφοντας τη σημασία του και τη χρησιμότητά του, ειδικά την περίοδο έλευσης των προσφύγων, Μίλησε για τις σχέσεις των προσφυγικών ομάδων τότε, αλλά και τις τριβές που υπήρξαν ανάμεσα σε πρόσφυγες και φτωχοί γηγενείς κάτοικοι, με τις έριδες να υπήρξαν για τη διανομή της γης.
«Αν η Εορδαία θέλει να κοιτάξει μπροστά, πρέπει να κοιτάξει με σεβασμό προς το παρελθόν της», είπε κλείνοντας.