Η Λενιώ και ο Χρυσόστομος γνωρίζονταν από μικρά παιδιά μιας και οι πατεράδες τους ήταν φίλοι παιδικοί , αλλά μέχρι τα δεκαέξι της δεν της πέρασε ποτέ να τον δει ερωτικά, πιο πολύ τον λυπότανε ,βλέπετε ο Χρυσόστομος είχε ένα πρόβλημα εκ γεννηθείς στα πόδια και δεν θα περπατούσε ποτέ έτσι ήταν αναγκασμένος να περάσει την ζωή του σένα καροτσάκι. Η Λενιώ όμως δεν τον είχε δει ποτέ ερωτικά ,όχι ότι ήξερε από έρωτες, στο παιδικό της μυαλό το μόνο που την ένοιαζε ήταν να γίνει μια νέα Αλίκη Βουγιουκλάκη , να γίνει γνωστή σε όλη την Ελλάδα , να ταξιδέψει στην Αμερική που ήταν ο θείος της και της έλεγε τόσες ωραίες ιστορίες για τα ξένα όταν ερχόταν να τους επισκεφτεί τα καλοκαίρια και να έχει πολλά λεφτά για να μπορεί να αγοράσει όσα γλυκά θέλει , όλα αυτά μέχρι τα δεκαέξι της…
Πήγε μια μέρα πτι φουρ στην μητέρα του Χρυσοστόμου, αλλά δεν ήταν εκεί η κυρία Ευδοξία μπήκε λοιπόν στο σπίτι και πρόσεξε τον Χρυσόστομο που ζωγράφιζε, τι όμορφα που ζωγράφιζε, ήταν ένας πραγματικός καλλιτέχνης, και πόσο λάτρευε τις τέχνες η Λενιώ, από εκείνη την μέρα περνούσε όλο και πιο πολλές ώρες με τον Χρυσόστομο, μια για να του κάνει παρέα μία να τον βοηθήσει στα μαθήματα, προφάσεις για να βρίσκεται κοντά του .Από την άλλη ο Χρυσόστομος την είχε αγαπήσει από την μέρα που θυμάται τον εαυτό του , το μπρίο της , το χαμόγελο της, μόνιμα χαμογελούσε από μικρή ακόμα και όταν θύμωνε χαμογελούσε , αλλά ποτέ δεν τόλμησε να της το πει όχι γιατί ήταν ανάπηρος , όχι αυτό το θέμα ήταν σαν να μην υπήρχε μεταξύ τους αλλά γιατί απλά ντρεπόταν …
Η Λενιώ που είχε καταλάβει τα συναίσθημα του έκανε τη πρώτη κίνηση, ένα μεσημέρι καθώς ζωγράφισε κάθισε κοντά του , του χάιδεψε τα μαλλιά κάθησε στην αγκαλιά του , του χαμογέλασε και του φίλησε το μέτωπο και εκείνος την κοίταξε την αγκάλιασε και την φίλησε δυνατά … Ανακοίνωσαν την επόμενη κιόλας μέρα την απόφαση τους να παντρευτούν στους γονείς τους αυτό που δεν περιμέναμε όμως είναι η αντίδραση του πατέρα της Λενιώς.
- ΠΑΤΕΡΑΣ : Δεν σε μεγάλωσα εγώ για να γίνεις νοσοκόμα, κι αν είναι να γίνεις καλύτερα θα ήταν να κοιτάξεις εμένα και την μητέρα σου …
Αυτά τα λόγια πίκραναν τον πατέρα του Χρυσοστόμου και από εκείνη την ημέρα δεν του ξαναμίλησε ποτέ, βλέποντας πως οι οικογένειες δεν θέλουν να ναι μαζί αποφάσισαν να κλεφτούν δηλαδή η Λενιώ να κλέψει τον Χρυσόστομο, έτσι και έγινε και ενώ όλοι ήταν στην εκκλησία η Λενιώ με τη βοήθεια ενός ταξιτζή πήραν τον Χρυσόστομο πήγαν στα ΚΤΕΛ και φύγανε για την Αθήνα εκεί είχε μια θεία που δεν την συμπαθούσε κανείς, η “αμαρτωλή” για τα στενόμυαλα μυαλά του χωριού, αυτή και τους βοήθησε . Για να ζήσουν η Λενιώ άρχισε να κάνει και να πουλάει τα πεντανόστιμα της πτι φουρ και ο Χρυσόστομος να κάνει αγιογραφίες για τις εκκλησίες… Τα πτι φουρ πουλούσαν τόσο πολύ που σιγά σιγά άνοιξε ένα μικρό ζαχαροπλαστείο και μετά κι άλλο μέχρι που τα έκανε αλυσίδα, έγινε γνωστή σε όλη την Ελλάδα για τα πτι φουρ της μέχρι και στην Αμερική την κάλεσαν να πάει και έκανε επιτέλους και το ταξίδι που πόσο λαχταρούσε, παιδιά δεν έκαναν ποτέ, αλλά τους έφτανε που είχαν ο ένας τον άλλον και με την αγάπη τους κατάφεραν να δημιουργήσουν, να ξεπεράσουν, να εδραιώσουν… Με την αγάπη τους και την δύναμη ενός νόστιμου πτι φουρ …
ΠΤΙ ΦΟΥΡ
- 500 γρ. βούτυρο αγελαδινό
- 500 γρ. άχνη
- 750 γρ. αλεύρι
- 8 αυγά
- 1 βανίλια
- ξύσμα από 1 λεμόνι
- Μαρμελάδα
- 250 γρ. κουβερτούρα
Χτυπάμε το βούτυρο με την άχνη να αφρατέψουν καλά και ρίχνουμε σιγά σιγά τα αυγά , τη βανίλια και το ξύσμα. Ρίχνουμε το αλεύρι ,ανακατεύουμε μέχρι να έχουμε ένα μαλακό μείγμα . Παίρνουμε μια σακούλα ζαχαροπλαστικής και βάζουμε ίσιο κορνέ και κόβουμε μπαστουνάκια και τα ψήνουμε στους 180 βαθμούς για 15 λεπτά.
Τα αφήνουμε να κρυώσουν καλά, τα χωρίζουμε ένα δύο και τα γεμίζουμε με μαρμελάδα . Βουτάμε τη μισή πλευρά του πτι-φουρ στην κουβερτούρα την οποία την έχουμε λιώσει σε μπεν μαρί και τινάζουμε να φύγει η περιτή και τα αφήνουμε να κρυώσουν πάνω σε λαδόκολλα.
Καλή σας όρεξη …
Σαμουήλ Σταύρος Σταματίδης