Φεύγω νωρίς το πρωί από το νοσοκομείο για να πάω σπίτι μας.
Έχω κανονίσει να έρθει μια κυρία να με βοηθήσει να το καθαρίσουμε, είναι η κυρία Ευθαλία, έχει έρθει χρόνια τώρα από την Αλβανία, αυτό είναι το επάγγελμα της, μας βοηθάει να κρατάμε καθαρά τα σπίτια μας.
Μικροκαμωμένη πατημένα 50, με κοντά μαλλιά, χτενισμένα κολλητά στο κεφάλι της, λες και ο στόχος είναι να μην ξεφεύγει τρίχα, για φαίνεται η επιμέλεια και η καθαριότητα της. Πάντα τα ρούχα της μοσχοβολάνε και εκείνη χαμογελάει μόνο με τα μάτια της. Στα χέρια της φαίνονται ξεκάθαρα τα χρόνια της χλωρίνης, των καθαριστικών και του κόπου που έχει αυτή η δουλειά .
Δεν φέρνει ποτέ τσάντα μαζί της, για να μην μπουν στον «πειρασμό» να την κατηγορήσουν πως κάτι «έκλεψε». Φαντάζομαι πόσες πολλές φορές θα πρέπει ν´ αναγκάστηκε, ν´ ανοίξει την τσάντα της, για ν´ αποδείξει, πως άλλη είναι η δουλειά της.
Σκέφτομαι πόσο σκληροί και κακοί γινόμαστε με τους ευάλωτους και τους ανθρώπους που εργάζονται για μας.
Με αυτά τα ταλαιπωρημένα χέρια από τις χλωρίνες, κατάφερε να μεγαλώσει τα παιδιά της και να τα βοηθήσει να κάνουν τη δική τους επιχείρηση!
Ανεβαίνει τα σκαλιά και με καλημερίζει, με κοιτά και χαμηλώνει το βλέμμα της με μια γλυκιά ταπεινότητα.
-Ο κύριος Δημήτρης πώς είναι; Με ρωτάει με πραγματικό ενδιαφέρον.
-Καλά ,της απαντώ, ετοιμάζεται για μια νέα θεραπεία, ευχόμαστε με αυτήν να καταφέρει να κερδίσει!
-Θα κερδίσει μου λέει με σιγουριά και μπαίνει μέσα, για να αναλάβει καθήκοντα.
Η κυρία Ευθαλία ξέρει το σπίτι καλύτερα από μένα, μιας και βοηθάει τα τελευταία χρόνια το Δημήτρη στην φροντίδα του.
Μοιράζουμε τις δουλειές και χτυπάει το τηλέφωνο, είναι ο Δημήτρης τον ακούω με δυσκολία να μου λέει
-κάτι δεν πάει καλά έλα γρήγορα !
Παθαίνω πανικό το σπίτι αναστατωμένο και εγώ πρέπει να φύγω, δεν μπορώ να καταλάβω τι μπορεί να έχει συμβεί .
Αλλάζω ρούχα και λέω στην κυρία Ευθαλία πως πρέπει να φύγω, γιατί κάτι έχει συμβεί στον Δημητρη, νιώθω τα μάτια μου δακρυσμένα .
Τότε αυτή η μικροκαμωμένη κυρία από την Αλβανία, με παίρνει αγκαλιά και μου λέει
-να πας και να μην ανησυχείς, εγώ θα τα
τακτοποιήσω όλα εδώ και θα κλείσω την πόρτα όταν θα φύγω.
Αυτή η αγκαλιά από έναν ξένο άνθρωπο, μου άλλαξε όλη τη διάθεση και μου έδωσε τόση δύναμη. Το νοιάξιμο από κάποιον που δεν σου το «χρωστάει».
Ήταν σαν να πήρε από πάνω μου δέκα κιλά βάρος! Η φροντίδα του σπιτιού φαντάζει κάτεργο ώρες ώρες, δεν έχω κουράγιο ούτε πιάτα να πλύνω.
Και αυτό το «εγώ θα τα
τακτοποιήσω όλα εδώ» ακούστηκε σαν την πιο όμορφη υπόσχεση ξεκούρασης που μου έδωσαν ποτέ.
Της χαμογέλασα την ευχαρίστησα και έφυγα τρέχοντας για τον Άγιο Σάββα.
Πίστη Κρυσταλλίδου