‘-Έλα, Τασούλ. Κερνάω καφέ.
-Έρχομαι, Χάμπο. Έρχομαι. Όμως σήμερα κερνάω εγώ γιατί έχω γενέθλια.
-Μπράβο, Τασούλ. Χρόνια πολλά ό,τι επιθυμείς. Και πόσα κλείνεις Τασούλ;
-Κλείνω τα είκοσι επτά και μπαίνω στα είκοσι οκτώ, Κάκκο. Μεγαλώνω…Πετράκη…καφέδες για όλους…στάσου…κι ένα εσπρέσσο για τη Διαλεχτή.
-Έλα, Διαλεχτή, πες χρόνια πολλά στον Τασούλ που έχει γενέθλια.
-Το ξέρω μπαμπά. Υπάρχει και το facebook…Χρόνια Πόλα Τασούλ. Να σε χαιρόμαστε.
-Να ‘σαι καλά Διαλεχτή. Το έκανες στέκι βλέπω. Καλό είναι αυτό…
-Η Διαλεχτή μου πάντα αγοροκόριτσο ήτανε. Μια χαρά της πάει ο καφενές.
-Εεε, συγνώμη κι όλας Κάκκο. Κόρη σου είν’ η Διαλεχτή, αλλά είναι 100% κορίτσι, η Διαλεχτή. Εξάλλου δεν είν’ και καφενές…
-Ναι, Τασούλ, συμφωνώ μαζι σου. Μοντέρνο καφενείο το λες. Και δεν είν’ και η μόνη γυναίκα που έρχεται στο καφενείο πια…
-Σωστά κύριε, Χάμπο. Μπαμπά, μην είσαι αναχρονιστικός. Να είσαι μοντέρνος σαν τον κύριο Χάμπο.
-Καλά, Διαλεχτή, θα προσπαθήσω για να λες πως έχεις μοντέρνο μπαμπά.
-Να σε πω μιαν ιστορία, Διαλεχτή μου, έτσι για το μοντέρνο και το αναχρονιστικό. Να περάσει κι η ώρα. Η μήπως βαρυέστε;
-Όχι κύριε, Χάμπο, πείτε μας. Τα λέτε τόσο ωραία!
-Λοιπόν, Διαλεχτή. Κάποτε, γύρω στο ’70 στο Ριζάρι, παιδάκι εγώ τότε, ένας θείος μου, όπως και κάνα δυο άλλοι που είχαν τον τρόπο τους, γκρέμισε το παλιό το σπίτι και έχτισε στη θέση του ένα μοντέρνο, διόροφο. Παλάτι!
-Είχε χρήματα ο κόσμος τότε, κύριε Χάμπο;
-Αυτός είχε, Διαλεχτή. Ήτανε καλά πιασμένος. Είχε καλό κομποδεμα. Και παίρνει που λες ένα μηχανικό…αρχιτέκτονα δεν πήρε.
-Δεν πήρε, Χάμπο;
-Δεν πήρε, Γιώργο. Δεν το θεωρούσαν απαραίτητο τότε. Σου λέει, “γέρο να είν’ το σπίτι, να έχει θεμέλια γερά. Ρίξε τσιμέντο, βάλε σίδερα, μηχανικέ. Μη τσιγκουνεύεσαι”.
-Άκου χωρίς αρχιτέκτονα! Και είχε και λεφτά!
-Και πολλά μάλιστα, Διαλεχτή. Και που λες, κάνει το διόροφο, σαλόνια, δωμάτια, κουζίνα λουξ, σκάλες, μπαλκόνια, μάρμαρα, τζάκια, σκεπές…
-Τα πάντα όλα, έεε Χάμπο;
-Κοίτα, Κάκκο. Εδώ είν’ το κουμπί. Όταν πια τελείωσε το σπίτι και μπήκανε η οικογένεια να ζήσουνε στο σπίτι, τότε πήρα πρέφα ότι κάτι έτρεχε με το σπίτι.
-Τι, Χάμπο;
-Θυμάσαι, Κάκκο, που στα παλιά τα σπίτια η τουαλέτα, που τη λέγανε “το μέρος” ήτανε χωριά και κάπως μακρυά από το κυρίως σπίτι. Ένα παράπηγμα ήτανε.
-Βέβαια Χάμπο. Ανάλογα με τον πάρα του καθενός ήτανε. Οι πιο πολλοί, μάλιστα, αντί για πόρτα είχανε ένα τσουβάλι που το τραβούσαν όταν έμπαιναν “στο μέρος”.
-Τι λες τωρα, Κάκκο;
-Ναι, Γιώργο, αλήθεια. Και τότε κατάλαβα πως κάθε πρωί ο θείος μου, φορούσε τη Ρομπ ντε σαμπρ του, γιατί είπαμε, λεφτά υπήρχαν, έπαιρνε την εφημερίδα παραμάσχαλα, κατέβαινε τις σκάλες και πήγαινε “στο μέρος”…
-Τι λέτε, κύριε Χάμπο. Γιατί;
-Γιατί, Διαλεχτή, σου λέει: “δεν είμαστε καλά που θα βάλουμε “το μέρος” μέσα στο παλάτι”!