Αὐτὴ ἡ ψηφιδωτὴ «Προσκύνηση τῶν Μάγων» προέρχεται ἀπὸ τὴν παλαιοχριστιανικὴ πατριαρχικὴ Βασιλικὴ τῆς Santa Maria Maggiore τῆς Ρώμης. Ἐκτελέστηκε ἀπὸ καλλιτέχνες τῆς Κωνσταντινούπολης ἐπὶ Πάπα Σίξτου τοῦ Γ΄ (432-440), ἀμέσως μετὰ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τοῦ 431 καὶ τὴν «Ἔκθεση τῶν Διαλλαγῶν» τοῦ 433.
Ἐκφράζει τὴν ὀρθόδοξη ὁμολογία περὶ τῶν τέλειων φύσεων (θείας καὶ ἀνθρώπινης) τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου σὲ ἀσύγχυτη ἕνωση (Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος Α΄, «Ἐγκώμιον εἰς τὴν Παναγίαν Θεοτόκον Μαρίαν», PG 65, 684C καὶ 689Β). Συνιστᾶ ἕναν ἐνδιάμεσο τύπο ἀνάμεσα στὶς πρώιμες εικονογραφικές παραλλαγὲς τῆς «Προσκύνησης τῶν Μάγων» καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως. Η παράσταση θυμίζει αίθουσα βασιλικής ακρόασης. Δεν αποδίδεται ταπεινά, κατά την ιστορική βιβλική αφήγηση, αλλά λαμπρά και άρα εσχατολογικά (Ἰουστίνος, Πρὸς Τρύφωνα Ἰουδαῖον Διάλογος, 14, PG 6, 505C-D). Στοιχεία του έργου απαντώνται σε λόγο του Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως (434-446). Έχουμε τον λαμπρά θρονισμένο Χριστό, δηλώνοντας ότι, αν ο Χριστός δεν οίκιζε γαστέρα, δεν θα κάθονταν ο άνθρωπος πάνω στον ιερό θρόνο (Πρόκλος, ό.π., 684C.).
Ο Χριστός τίθεται ξεχωριστά σε διάλιθο θρόνο, ενώ η Θεοτόκος σε ένα χαμηλότερο παραθρόνιο, για να μη θεωρείται ισότιμη θεία πάρεδρος (Πίνδαρος, Ἰσθμιονίκαις, Ζ΄, «Στρεψιάδῃ, Θηβαίῳ Παγκρατίῳ», 4-5.). Δεν είναι κατά φύση θεά ή εκθεωμένη, αλλά η πλέον κοντινή μορφή στο Χριστό, υπό την έννοια υπό την οποία ο Πρόκλος την χαρακτηρίζει «μοναδική γέφυρα του Θεού προς τους ανθρώπους» (Πρόκλος, ό.π., 681Β). Ας θυμηθούμε ότι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες θεωρούνταν «pontifices / γεφυροποιοί» μεταξύ θεών και ανθρώπων.
Πίσω ἀπὸ τὸν Χριστὸ τέσσερις ἄγγελοι, διαιρεμένοι ἀπὸ ὀκτάκτινο ἀστέρα ἀποροῦν ὡς ἐπόπτες τοῦ μυστηρίου, ἀφοῦ τὸν Λόγο δὲν μποροῦσαν νὰ ἀτενίσουν τὰ Σεραφίμ (Πρόκλος, ὅ.π., PG 65, 689C). Ὁ Ἰωσὴφ στὰ ἀριστερά Του δὲν κοιτᾶ πρὸς τὶς ἱερὲς μορφές, θυμίζοντας τὸν Φίλιππο Β΄, ὡς μὴ πατέρα τοῦ ἐκθεωμένου Ἀλεξάνδρου, σὲ ψηφιδωτὸ τοῦ 4ου αἰώνα ἀπὸ τὸ Baalbek τοῦ Λιβάνου. Δίπλα ὑπάρχει προσωποποίηση τῆς Συναγωγῆς, ἀντίστοιχα μὲ τὴν Θεοτόκο ὡς Ἐκκλησία: ἕνα δίπολο τὸ ὁποῖο ἔχει ὡς τύπο του τοὺς Γάμους τοῦ Ἰακὼβ (Ἰουστῖνος, ὅ.π., 785D-788A). Ὁ Λόγος ἐνανθρωπίζει γιὰ νὰ πεθάνει καὶ ἔτσι καταργεῖ τὸν θάνατο ἀναστημένος καὶ ἐνθρονισμένος, σώζοντας τοὺς ὀρθὰ ὁμολογοῦντας καὶ κοινωνοῦντας Αὐτόν (Πρόκλος, ὅ.π., 684Α. Βλ. καὶ Ψαλμοί 92:2, 102:19, Προς Ἑβραίους 2:14)