-Γειά σου Χάμπο. Άργησες να φανείς σήμερα.
-Άργησα γιατί έπινα καφέ στον άλλο καφενέ μ’ έναν υποψήφιο. Γι’ αυτό άργησα.
-Σε ζητάγε να τον στηρίξεις, έ.
-Έ τι άλλο Χάμπο. Για το καλό του τόπου. Ξες τώρα.
-Γω ξερω, μέχρι το Μάιο μπορεί και να βολεύτηκαμε από καφεδάκι. Μετά έχει ο Θεός.
-Βρε είναι πολλοί και είναι και παντού.
-Ναι για. Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς.
-Μένα μου λες Χάμπο. Τι έπαθα ψες;
-Τι έπαθες Κάκο;
-Ψες γυρνάω σπίτι κι έτσι μ’ έκοψε μία λιγούρα. Πάω ανοίγω το ψυγείο να τσιμπήσω κάτι. Τι να δω;
-Μη μου πεις Κάκο!
-Όχι Χάμπο. Αλήθεια. Φράπ! Μου δίνει το χέρι μέσα απ’ το ψυγείο και μου λέει: “Κάκο πρέπει να με στηρίξεις! Δώσε μου να βγω”. Ν’ αφήσεις το αβγό ήσυχο, τον λέω. Δε σε φτάνει που έφαγες το τυρί.
-Έλα βρε Κάκο τώρα. Τι μου λες;
-Ναι! Και ήπιε και το μισό μπουκάλι γάλα!
-Πως πω! Είναι πολλοί και είναι και παντού! Πας να πιεις έναν καφέ και σίγουρα κάθεται ένας μαζί σου στο ίδιο τραπέζι.
-Αυτο είναι αλήθεια Χάμπο.
-Παλι καλά Κάκο που δεν έχουμε κανέναν στο τραπέζι μας.
-Μη το λες Χάμπο. Μη το λες αυτό!
-Μη μου πεις Κάκο. Υποψήφιος; Και συ; Πως; Τι;
-Τι πως; Λόγω που η λιγούρα. Ήπια γάλα απ’ το ίδιο μπουκάλι.
-Έ, και τι έγινε; Είναι λόγος αυτός;
-Έιναι Χάμπο, είναι. Δεν άκουσες που η πολιτική είναι μικρόβιο; Δε σ’ είπα που ήπιε ο υποψήφιος απ’ το μπουκάλι;
-Μ’ είπες. Και τι μ’ αυτό;
-Έ, ήπια απ’ το ίδιο μπουκάλι κι εγώ. Κόλλησα.