Η παράσταση της Εγέρσεως του Λαζάρου, ανήκει στα όχι τόσα πολλά θέματα τα οποία διακόσμησαν ταφικούς χώρους κατά την πρώιμη παλαιοχριστιανική τέχνη, πριν την παύση των διωγμών. Η τελευταία επήλθε λίγο πριν τα διατάγματα των Μεδιολάνων το 312, αλλά στην ουσία μετά το 322 μ.Χ., αφού από το 316 μ.Χ. ο Λικίνιος είχε αναβιώσει την πρακτική των διωγμών, μέχρι την οριστική ήττα του από τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Ένα άγνωστο αλλά εξαιρετικής σημασίας σύνολο παλαιοχριστιανικών τοιχογραφιών ανακαλύφθηκε, όταν πραγματοποιήθηκε η εκσκαφή των θεμελίων για την ανέγερση του κτιρίου της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Εκεί βρέθηκαν σε ένα κιβωτιόσχημο τάφο, τον καλούμενο σήμερα ως τάφο αρ. 15, σπάνιες παραστάσεις με παλαιοδιαθηκικά και καινοδιαθηκικά θέματα, οι οποίες χρονολογούνται στην περίοδο 250-275 μ.Χ. Συνολικά έξι σκηνές απεικονίζονται, από μία σε κάθε στενή πλευρά του κιβωτιόσχημου τάφου και δύο σε κάθε μακρά. Δυτικά έχουμε τον Δανιήλ εν τω λάκκω των λεόντων, ανατολικά τον Καλό Ποιμένα, βόρεια την Έγερση του Λαζάρου και την Θυσία του Αβραάμ και νότια την Έγερση του Παραλυτικού και τον Νώε επί της Κιβωτού. Πρέπει να σημειωθεί, πως η Θεσσαλονίκη, , εντάσσεται σε μια επικράτεια και μάλιστα ως πρωτεύουσα, δηλαδή την Μακεδονία, η οποία έφερε την πλέον ισχυρά παράδοση διακόσμησης των ταφικών μνημείων στον Ελληνισμό, με σημείο αναφοράς την από Φιλίππου του Β΄ (359-336 π.Χ.) ανοικοδόμηση πολλών διακοσμημένων ταφικών τύμβων.
Δεν θα αναλύσουμε στο παρόν άρθρο τις άλλες παραστάσεις, ωστόσο θα τονίσουμε πως το κοινό στοιχείο όλων τους, συνιστά η υπό του Θεού κλήση στην πίστη των ανθρώπων και η αποδοχή της, αλλά και ο θάνατος, στην μορφή του τύπου ή της εικόνας καλλιτεχνικά και της Βάπτισης, της ομολογίας και του μαρτυρίου, ως προϋπόθεση για την αναγέννηση και την νίκη κατά του θανάτου. Αργότερα από αυτήν την παράδοση, ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής και φιλόσοφος, θα πει πολύ εύστοχα, πως ο Θεός δεν κτίζει λόγους που να δημιουργούν πίστη και άρα η πίστη δεν επέρχεται χωρίς την ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου.
Στην Έγερση του Λαζάρου του τάφου 15 της Θεολογικής Σχολής, απαντά η ιδιαιτερότητα του να μην ακολουθείται η βιβλική διήγηση (Κατά Ιωάννη 11:43-44). Αντί ο Λάζαρος να ορθώνεται αναστημένος ενώπιον της εισόδου ενός ταφικού μνημείου ή λίγο έξω από αυτό, περιβαλλόμενος πάντα με τα νεκρικά οθόνια, βρίσκεται νεκρός ακόμα, μέσα σε ταφικό όρυγμα ή θήκη (φέρετρο). Έτσι όπως παρατηρεί ο Γ. Γούναρης εύστοχα, έχουμε μια μοναδική απεικόνιση της στιγμής του θαύματος και όχι του αποτελέσματος λίγο μετά. Ο Χριστός νέος και αγένειος ενδεδυμένος εξωμίδα, ακουμπάει το νεκρό Λάζαρο με ράβδο. Αυτή η ράβδος υπάρχει και σε ένα μεταγενέστερο ταφικό μνημείο, τον τάφο αρ. 52 επίσης της Θεσσαλονίκης, του 350-370 μ.Χ. Σε αυτόν όμως ο Λάζαρος δέχεται το άγγιγμα της ράβδου στο κεφάλι, όχι νεκρός, αλλά ήδη αναστημένος και όρθιος μέσα σε ναόσχημο κτίριο (Γ. Γούναρης, Εισαγωγή στην Παλαιοχριστιανική Αρχαιολογία, Β΄ ζωγραφική, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2007, σελ. 83-84 και 90).
Αν και η παρουσία της ράβδου, μπορεί να συνδεθεί βιβλικά με τον Μωυσή και την εξαγωγή ύδατος από το βράχο (Αριθμοί 20:1-11) και την προφητεία περί ράβδου Ιεσσαί (Ησαΐας 11:1), η πρόσληψη της ράβδου και φυσικά η ονομασία «Έγερσις» αντί «Ανάστασις» έχει διαφορετική πηγή και μάλιστα ορφική. Πρόκειται για μια από τις αρκετές διαλεκτικές μεταξύ του Χριστού και του χθόνιου Ερμού, οι οποίες αναγνωρίζονται και σε άλλες παραστάσεις. Στην συγκεκριμένη κατά την παλαιοχριστιανική θεολογία, φιλοτεχνείται ο Χριστός ως όντως κύριος των ιδιοτήτων του χθόνιου και ορφικού Ερμού, ο οποίος μυθολογούνταν πως με την ράβδο του κοίμιζε, δηλαδή θανάτωνε και ήγειρε, δηλαδή ανάσταινε, όπως περιγράφεται στον σχετικό Ορφικό ύμνο, για τον χθόνιο Ερμή («ράβδωι θέλγων υπνοδότειρα και πάλιν υπνόωντας εγείρεις»). Έτσι, σε καιρούς όπου η Εκκλησία είχε γνωρίσει άγριους διωγμούς, αρχής γενομένης επί Δεκίου το 250-251 μ.Χ., εκφράζεται ένα μήνυμα πως το λήμμα του λαού του Θεού το οποίο θα παραμείνει πιστό, εκδηλώνοντας την πίστη του προς τον ύψιστο Θεό και κύριο της ζωής και του θανάτου, θα υπερβεί εν Χριστώ την φυσική νομοτέλεια. Σημείο αναφοράς σε αυτό αποτελούν φυσικά τα εσχατολογικής βίωσης μυστήρια, με επίκεντρο την συμμετοχή στην ευχαριστιακή σύναξη και τον ιερό της γάμο: («Τάδε λέγει ο πρώτος και ο έσχατος, ος εγένετο νεκρός και έζησεν· οίδά σου τα έργα και την θλίψιν και την πτωχείαν· αλλά πλούσιος ει και την βλασφημίαν εκ των λεγόντων Ιουδαίους είναι εαυτούς, και ουκ εισίν, αλλά συναγωγή του σατανά. Μηδέν φοβού α μέλλεις παθείν. ιδού δη μέλλει βαλείν ο διάβολος εξ υμών εις φυλακήν ίνα πειρασθήτε, και έξετε θλίψιν ημέρας δέκα. γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής. Ο έχων ους ακουσάτω τι το Πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις. Ο νικών ου μη αδικηθή εκ του θανάτου του δευτέρου», Αποκάλυψη Ιωάννου 2:8-11).