-Έλα Γιάννε. Κάτσε να πιούμε έναν καφέ.
-Να πιούμε Χάμπο. Πετράκη…δύο καφέδες.
-Πετράκη…το δικό μου σήμερα πολλά βαρύ και όχι.
-Έγινε Χάμπο. Όπως θες. Εσύ Γιάννε κανονικά;
-Κανονικά Πετράκη. Κανονικά……..Τι έγινε Χάμπο; Πολλά βαρύ και όχι σε βλέπω και σένα. Κάτι έχεις εσύ! Εμένα δε με γελάς.
-Μπα Γιάννε. Δε θα σε κρυφτώ. Ούτε και να σε γελάσω θέλω. Είμαι πολύ στεναχωρημένος σήμερα.
-Έλα βρε Χάμπο. Ζόρια;
-Ζόρια Γιάννε. Μη πάει ο νους σου, δεν είν’ υγεία στη μέση. Οικονομικά είναι.
-Έεε, πάλι καλά Χάμπο. Δε το ξες; Ποιός λίγο, ποιος πολύ, όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε πια. Χτυπήσαμε πάτο πια. Ξύνουμε τον πάτο μήπως και…αλλά μπα! Τηδέν κι επέμνεν!
-Τηδέν Γιάννε. Μηδέν από μηδέν, μηδέν, μου ‘λεγε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, ο Θεόφιλος. Καθόμασταν, θυμάμαι, στο παγκάκι κάτω απ’ το πλατάνι, στο χωριό μου, στο Ριζάρι. Καλοκαίρι. Ζέστη! Με τα πόδια μέσα στο ρυάκι…είχε πολύ νερό όταν ανοίγανε το φράγμα στους καταρράκτες της Έδεσσας. Δροσιζόμασταν. Έσκαγε ο τζίτζικας γύρω κι εμείς με τα πόδια στο νερό, δροσιζόμασταν! Και μου ‘ λέγε ιστορίες…
-Σ’ έπιασε η νοσταλγία Χάμπο;
-Αναγκαστικά Γιάννε. Από τα γεγονότα. Θα λέω σε και θ’ αγροικάς! Εσύ ξένος δεν είσαι.
-Για πε βρε Χάμπο. Μήπως κάπως μπορώ να βοηθήσω…
-Σ’ ευχαριστώ Γιάννε. Δεν το λέω γι αυτό. Για να ξεδώσω θα στο πω…
-Αχά. Πέατο. Για τ’ ατό είν’ οι φίλοι!
-Που λες Γιάννε, ο συγχωρεμένος ο Θεόφιλος, κάποια στιγμή, μου ‘δωσε ένα δαχτυλίδι. Το δαχτυλίδι του. Αυτό που φορώ πάντα. Χρυσό. Με τον Μέγα Αλέξανδρο, χρυσόν κι αυτόν, χαραγμένο σε μια μαύρη πέτρα. Είναι κημείλιο. Του πατέρα του του Ξένου , που του το ‘δωσε κι αυτού μια κάποτε.
-Ναι, το ξέρω το δαχτυλίδι. Το έβλεπα πάντα στο δάχτυλό σου. Ωραίο δαχτυλίδι.
-Ωραίο, πολύ ωραίο! Ήρθαμε όμως στα ζόρια εδώ και μήνες, δηλαδή εδώ και χρόνια, με τη Θάλη, τη γυναίκα μου…
-Όλοι έτσι είμαστε Χάμπο. Και μη χειρότερα.
-Ναι Γιάννε. Ζόρι στο ζόρι, αροψέ, πήρα την απόφαση πια. Κημείλιο – ξεκημείλιο, λέω, το ζόρι είν’ ζόρι. Μία και δύο πήρα απόφαση και πάω σ’ αυτόν…ξέρεις…που μαζεύει το χρυσό…
-Ναι Χάμπο. Κατάλαβα. Που…εξυπηρετεί τον κοσμάκη. Τόση καλοσύνη! Πάντα έχει τέτοιους…που εξυπηρετούν!
-Ναι Γιάννε. Πάω, τον βρίσκω, του δείχνω το δαχτυλίδι και τον ρωτώ : “Πόσο πιάνει αυτό ρε πατριώτη”;
-Άχ βρε Χάμπο. Γι’ αυτό ο πολλά βαρύς…
-Στάσου να δει ακόμα…Αυτός κάνει πως το μελετάει περισπούδαστα, μη τυχόν και μ’ αδικήσει…κι εγώ πως κάνω έτσι και κοιτάω έναν γύρο στο μαγαζί, βλέπω σε μια βιτρίνα μια καρφίτσα…στολίδι…αρχοντική…Κοιτάω…κοιτάω…και παγώνω!
-Τι βρε Χάμπο;
-Τι βρε Γιάννε. Η καρφίτσα της Θάλης. Της γυναίκας μου. Πήγε και τη σκότωσε. Να δώσουμε το ρεύμα!
-Αμάν βρε Χάμπο!
-Ναι Γιάννε. Πριν δύο μέρες με είπε: “Μη σκας Χάμπο. Θα βρούμε κάπως τα λεφτά για το ρεύμα. Και μετά πήγε και σκότωσε την καρφίτσα της γιαγιάς της…και βρήκε…για το ρεύμα…