Η ΔΙΧΟΝΟΙΑ
Η Διχόνοια που βαστάει Ενα σκήπτρο η δολερή
Καθενός χαμογελάει, Πάρ’ το, λέγοντας, και συ.
Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει Έχει αλήθεια ωραία θωριά
Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει Εισέ δάκρυα θλιβερά.
Από στόμα οπού φθονάει, Παλληκάρια, ας μην ‘πωθή,
Πως το χέρι σας κτυπάει Του αδελφού την κεφαλή.
Μην ειπούν στο στοχασμό τους Τα ξένα έθνη αληθινά:
Εάν μισούνται ανάμεσό τους Δεν τους πρέπει ελευθεριά.
Διονύσιος. Σολωμός
(κάποτε εθνικός ποιητής,
σήμερα εξοβελισμένο από την εκπαίδευση «εθνίκι»)
Η διχόνοια αποτελεί τη διαχρονική κατάρα του έθνους μας, σαν να είναι χαραγμένη στη γενετική ας παρακαταθήκη. Ίσως να αποτελεί το ισχυρότερο «πειστήριο» ότι οι Νεοέλληνες είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Δεν προλάβαμε να υψώσουμε τα λάβαρα του αγώνα «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία» και η διχόνοια έκανε απειλητική την εμφάνισή της. Και διέτρεξε άμεσο τον κίνδυνο να πνιγεί η επανάσταση, παρά τον ηρωισμό των επαναστατών και το άφθονο αίμα που χύθηκε. Τότε ήταν η φιλαρχία των ανυπότακτων Κλεφτών, ανθρώπων, που για να αποφύγουν τον δυνάστη είχαν επιλέξει να ζουν με τ’ αγρίμια στα βουνά. Για κείνους η ζωή δεν διέφερε και πολύ από τον θάνατο και οι πλείστοι έπεσαν είτε στο πεδίο της μάχης είτε στα υπόγεια βασανιστήρια των κατακτητών προδομένοι, κυρίως προεπαναστατικά. Οι συμπεριφορά των Κλεφτών, στους οποίους οφείλουμε την επανάσταση είναι ισχυρή επιβεβαίωση του λόγου του αγίου Κοσμά ότι το «Γένος μας είχε αγριέψει»! Κάποιοι, ξένοι και δικοί μας, έσπευσαν να υποτιμήσουν την προσφορά αυτών των αγρίων ορεσιβίων στον εθνικό αγώνα υποβιβάζοντάς τους σε κοινούς ληστές χωρίς εθνικό φρόνημα! Υποταγμένοι δε ιδεολογίες των κρατούντων, οι οποίοι πρωτίστως επιδιώκουν την τάξη και την πειθαρχία μεταξύ των υποτελών τους, αδυνατούν να κατανοήσουν το πνεύμα ελευθερίας, που χαρακτήριζε όλους εκείνους τους ανυπότακτους, οι οποίοι, προκειμένου να αποφύγουν την ταπείνωση, θυσίαζαν τις χαρές του οικογενειακού βίου και την ανάπαυση της εστίας. Για την ελευθερία, το πολυτιμότερο δώρο του Θεού στον άνθρωπο, ο Ντοστογιέφσκι έγραψε ότι από πολλούς ανθρώπους θεωρείται βάρος δυσβάσταχτο, γι’ αυτό και σπεύδουν να την αποθέσουν στα χέρια ενός εγκόσμιου σωτήρα, ακόμη και όταν κατά βάθος αναγνωρίζουν ότι αυτός είναι ένας τύραννος ή ένας δημαγωγός.
Μόνο οι «άγριοι» Κλέφτες ευθύνονται για τη διχόνοια που ενέσκηψε κατά την επανάσταση; Ασφαλώς όχι. Κατά πολύ αθλιότερος και χωρίς ελαφρυντικά υπήρξε ο ρόλος των «διαφωτισμένων» στη Δύση, που έσπευσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη σκλαβωμένη πατρίδα. Όχι μόνο ραδιούργησαν σε βάρος των αγραμμάτων Κλεφτών, στρέφοντας τους μεν εναντίον των δε, αλλά έσπευσαν να ταχθούν στο πλευρό των ισχυρών, αναμένοντας να απολαύσουν απ’ αυτούς δόξες και τιμές, όταν η χώρα μας θα αποκτούσε την ανεξαρτησία της. Βέβαια δεν την απέκτησε ποτέ, καθώς οι ξένοι «προστάτες» εκδίωξαν τον Όθωμανό κατακτητή για να γίνουν οι νέοι δυνάστες μας. Γι’ αυτό και όλοι αυτοί οι υποταγμένοι, παρασύροντας και αγωνιστές, στράφηκαν κατά του Καποδίστρια και κατάφεραν να τον εξοντώσουν! Έκτοτε τα πράγματα έγιναν εύκολα για τους «προστάτες» μας, κυρίως τους Αγγλογάλλους. Με πόνο ψυχής έγραψε ο Μακρυγιάνης: «Οι πολιτικοί μας και οι ξένοι τρώγονταν και καθένας κύταζε να ‘περισκύση η δική του φατρία. Άλλος το ήθελε Αγγλικόν, άλλος Ρούσσικον, άλλος Γαλλικόν. ΟΙ Αντιβασιλείς μας τήραγαν κι’ αυτείνοι να πάρουν κάνα λεπτό, ότι εις την Ελλάδα ηύραν αλώνι ν’ αλωνίσουν». Και όταν, μετά τον εξαναγκασμό του Όθωνα να παραχωρήσει στους υπηκόους του συνταγματικά δικαιώματα, άρχισαν οι εργασίες της Βουλής, πάλι ο Μακρυγιάννης έγραψε με πόνο ψυχής: «…γενόμαστε ποταποί και πουλημένοι εις την δική μας βασιλείαν, χωρίς πατριωτισμό και χαρακτήρα, και μας κατακερματίζει όλα αυτά και μας κάνει σκούπρα, ότι τέτοιοι είμαστε και τ’ς λέμε: Σε περικαλώ, βασιλέα μου, βασίλισσά μου, κυβέρνησή μου πουλημένη και φκιασμένη από τοιούτους καταχρηστάς της πατρίδος, σας περικαλούμε να μας βγάλετε βουλευτάς, να μας κάμετε γερουσιαστάς, να μας κάνετε δημάρχους και τα εξής. Και μπαίνομεν και κλέβομεν δια να φκιάσουμεν ένα χρυσό φόρεμα, για να βάλομεν μεγάλες πολυτέλειες, και δι’ αυτά όλα μας λέγει ο βασιλέας και η κυβέρνησή του: Πέταξε ο γάιδαρος; Πέταξεν, λέμεν, και ό,τι στραβά νομοσκέδια φέρνουν εις τις Βουλές αναντίον της λευτεριάς της πατρίδος και θρησκείας, ευτύς τα ‘πογράφομεν με χέρια και με ποδάρια»!
Θα ισχυριστεί κάποιος σύγχρονος «προδευτικός»: Αυτά συνέβαιναν κατά τον 19ο αιώνα, εποχή του παλαιοκομματισμού. Αργότερα η πολιτική ζωή της χώρας μας και των άλλων ευνομουμένων χωρών δομήθηκε στη βάση κομμάτων ιδεολογικών αρχών. Αυτό πλέον μόνο ως ανέκδοτο μπορεί να λεχθεί και μόνο τους πολιτικά ιδιώτες μπορεί να εξαπατήσει. Έχουμε περάσει στη μεταϊδεολογική εποχή και η εξουσία ελέγχεται ασφυκτικά στη μεγαλύτερη έκταση του πλανήτη, αν όχι σ’ όλη, από την ιδεολογία του αδηφάγου παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου. Αυτό, αφού προκάλεσε την κατάρρευση του κομμουνισμού, που το ίδιο στήριξε να πραγματοποιήσει την πρώτη επανάσταση, προκειμένου να συνθλιβεί η τσαρική Ρωσία, που πλήρωσε τα κρίματα αρχόντων, διανοουμένων και, κυρίως, ανωτέρου κλήρου, δεν κρύβει πλέον ότι κυβερνἀ τον πλανήτη με υποχείρια τις κυβερνήσεις, που, υποτίθεται ότι εκλέγονται από τους λαούς, για να τον υπηρετήσουν και να υπερασπιστούν τα δίκαιά τους! Τα κόμματα εξουσίας, ανιδεολογικά πλέον, δίνουν καθημερινά εξετάσεις, ώστε να πείσουν το διεθνές σύστημα νομής εξουσίας, ότι είναι καλύτεροι διαχειριστές των εντολών και αξίζει αυτό να εκτιμήσει την υποτέλεια και να παρατείνει την παραμονή στην εξουσία. Οι άλλοι, αναμένοντας τη σειρά τους να κληθούν να υπηρετήσουν το ίδιο σύστημα, κόπτονται υπέρ του λαού, του οποίου τα δίκαια παραβλέπει η κυβέρνηση, χωρίς ποτέ να αναφέρουν για χάρη τίνος συμβαίνει αυτό. Ο λαός, εμπνευσμένος από την ιδιοτέλεια και την απληστία των ηγετών τους, χωρίς ενημέρωση και χωρίς ενδιαφέρον να ενημερωθεί, ολισθαίνει στο εξαιρετικά επικίνδυνο για την εθνική συνοχή πεδίο αντιπαράθεσης με κύρια προσόντα τον φανατισμό, τις αλληλοκατηγορίες και καλά κρυμμένη την ιδιοτέλεια. Η δολερή διχόνοια προσφέρει το σκήπτρο και όλοι μας πρόθυμα τείνουμε το χέρι να το αρπάξουμε πρώτοι. Ας μη βιαζόμαστε. Διαθέτει για όλους μας.
Πόσο επίκαιρος είναι ο λόγος του Χριστού: «Πάτερ άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Είναι όμως δυνατόν να μην υποστούμε τις συνέπειες της αφροσύνης μας;
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»