Σε πολλές μικρές πόλεις και χωριά της χώρας μας, τα παιδιά που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού μεγαλώνουν μέσα σε συνθήκες που συχνά περιορίζουν τις ευκαιρίες τους για εξέλιξη και ουσιαστική συμμετοχή. Ως επαγγελματίας που εργάζεται με αυτά τα παιδιά, συναντώ συχνά οικογένειες που παλεύουν καθημερινά να βρουν στήριξη, υπηρεσίες και καθοδήγηση, πράγματα που στις μεγαλύτερες πόλεις θεωρούνται δεδομένα.
Αυτή η πραγματικότητα οδηγεί σε μια κατάσταση που στην εργοθεραπεία ονομάζουμε «αποστέρηση έργου», μια σιωπηλή αλλά βαθιά επίδραση στην ανάπτυξη του παιδιού, όταν δεν έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει ενεργά σε εμπειρίες που προάγουν τη μάθηση, την αυτονομία και τη χαρά της δημιουργίας.
Η αποστέρηση έργου δεν αφορά μόνο την έλλειψη δραστηριοτήτων. Είναι κάτι πολύ βαθύτερο: είναι η στέρηση της δυνατότητας ενός παιδιού να βιώνει εμπειρίες που έχουν νόημα, που καλλιεργούν δεξιότητες και ενισχύουν την αυτοεκτίμησή του. Για ένα παιδί στο φάσμα του αυτισμού, το “έργο” δεν είναι απλώς το παιχνίδι ή η εκπαίδευση· είναι ο τρόπος με τον οποίο μαθαίνει να αλληλεπιδρά, να ρυθμίζει τα συναισθήματά του, να ανακαλύπτει τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του.
Σε μικρές κοινότητες, όμως, οι ευκαιρίες για τέτοιου είδους εμπειρίες συχνά είναι περιορισμένες. Οι δομές πρώιμης παρέμβασης σπανίζουν, οι ειδικοί επαγγελματίες δεν είναι πάντα διαθέσιμοι και η ενημέρωση γύρω από τις ανάγκες των παιδιών στο φάσμα παραμένει ελλιπής. Έτσι, πολλά παιδιά καταλήγουν να περνούν μεγάλο μέρος της ημέρας στο σπίτι, χωρίς πρόσβαση σε δραστηριότητες που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ανάπτυξη των κοινωνικών και επικοινωνιακών τους δεξιοτήτων.
Όταν ένα παιδί δεν έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει σε δραστηριότητες που του ταιριάζουν και το ενθαρρύνουν να εξελιχθεί, σταδιακά περιορίζεται όχι μόνο η ανάπτυξη των δεξιοτήτων του, αλλά και η ψυχική του ανθεκτικότητα. Στην εργοθεραπευτική πράξη, αυτό αποτυπώνεται με πολλούς τρόπους: παιδιά που διστάζουν να δοκιμάσουν νέες εμπειρίες, που εμφανίζουν χαμηλό κίνητρο, μειωμένη αυτοπεποίθηση ή ακόμη και αυξημένο άγχος απέναντι σε αλλαγές.
Η αποστέρηση έργου έχει επίσης κοινωνικές προεκτάσεις. Πολλά παιδιά στην επαρχία μεγαλώνουν απομονωμένα, χωρίς ευκαιρίες να συμμετέχουν σε ομάδες, να βιώσουν τη χαρά της συνεργασίας ή να καλλιεργήσουν ουσιαστικές φιλίες. Αυτό ενισχύει τον φαύλο κύκλο του αποκλεισμού, καθώς η κοινωνία, αντί να ανοίγει δρόμους ένταξης, συχνά εγκλωβίζει τα παιδιά αυτά σε ένα περιβάλλον χαμηλών προσδοκιών.
Η αποστέρηση έργου στα παιδιά στο φάσμα του αυτισμού δεν προκύπτει τυχαία. Είναι αποτέλεσμα μιας σειράς κοινωνικών, οικονομικών και δομικών παραγόντων. Στις μικρές πόλεις και τα χωριά, η πρόσβαση σε εξειδικευμένες θεραπευτικές υπηρεσίες είναι συχνά περιορισμένη ή ανύπαρκτη. Οι οικογένειες αναγκάζονται να ταξιδεύουν δεκάδες χιλιόμετρα για να συναντήσουν έναν εργοθεραπευτή, λογοθεραπευτή ή ψυχολόγο, κάτι που δεν είναι πάντα εφικτό, είτε λόγω κόστους είτε λόγω χρόνου.
Επιπλέον, η έλλειψη ενημέρωσης και εκπαίδευσης στις τοπικές κοινότητες συμβάλλει στη διαιώνιση στερεοτύπων και παρεξηγήσεων γύρω από τον αυτισμό. Πολλοί γονείς διστάζουν να αναζητήσουν βοήθεια, φοβούμενοι την κοινωνική κριτική ή απλώς επειδή δεν γνωρίζουν πού να απευθυνθούν. Από την άλλη πλευρά, τα σχολεία συχνά λειτουργούν με περιορισμένους πόρους και χωρίς επαρκή επιμόρφωση για την υποστήριξη παιδιών με ιδιαίτερες αναπτυξιακές ανάγκες.
Το αποτέλεσμα είναι ένα περιβάλλον που, άθελά του, στερεί από τα παιδιά το δικαίωμα να συμμετέχουν ενεργά στη ζωή, να εκφράζονται, να δοκιμάζουν, να μαθαίνουν μέσα από πράξη, δηλαδή να αναπτύσσονται μέσα από έργο.
Η αντιμετώπιση της αποστέρησης έργου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί συνεργασία, ενημέρωση και συλλογική ευαισθητοποίηση. Το πρώτο βήμα είναι η ενίσχυση της πρόσβασης σε θεραπευτικές υπηρεσίες. Η δημιουργία κινητών μονάδων αποκατάστασης, η αξιοποίηση της τηλεθεραπείας και η στήριξη νέων επαγγελματιών ώστε να δραστηριοποιηθούν στην περιφέρεια μπορούν να κάνουν πραγματική διαφορά.
Παράλληλα, χρειάζεται εκπαίδευση και ενημέρωση σε επίπεδο σχολείου και κοινότητας. Οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς και οι τοπικοί φορείς πρέπει να έχουν τη γνώση και τα εργαλεία για να αναγνωρίζουν τις ανάγκες των παιδιών και να δημιουργούν περιβάλλοντα που προάγουν τη συμμετοχή. Κάθε παιδί αξίζει να του δοθεί η ευκαιρία να εμπλακεί σε δραστηριότητες που έχουν νόημα για το ίδιο, είτε πρόκειται για παιχνίδι, μάθηση, δημιουργία ή κοινωνική αλληλεπίδραση.
Τέλος, είναι σημαντικό να αλλάξουμε τον τρόπο που μιλάμε για τον αυτισμό. Όσο περισσότερο κατανοούμε ότι κάθε παιδί έχει τις δικές του δυνατότητες, τόσο πιο κοντά ερχόμαστε σε μια κοινωνία που δεν αποκλείει, αλλά ενθαρρύνει. Η ισότιμη συμμετοχή δεν είναι προνόμιο· είναι δικαίωμα. Και η αποστέρηση έργου, όσο “αόρατη” κι αν φαίνεται, είναι μια μορφή αποκλεισμού που οφείλουμε όλοι, επαγγελματίες, γονείς και κοινότητες, να αναγνωρίσουμε και να αντιμετωπίσουμε.



































