‘-Γιάννε, θυμάσαι τις προάλλες που λέγαμε για το Πάσχα;
-Έ, ναι βρε Χάμπο. Τόσο πολύ δεν τα ‘χασα ακόμα. Θυμήθηκες κάτι ακόμα;
-Θυμηθηκα για. Δηλαδή δε το ξέχασα. Απλά περίμενα. Σ’ είχα πει πως για το Σάββατο βράδυ, στην αυλή της εκκλησιας, για την Ανάσταση δηλαδή, θα στα πω μιαν άλλη φορά.
-Σωστά! Έτσι μ’ είχες πει.
-Έ, τώρα είναι η άλλη φορά.
-Τότε πε ατό ντο θα λες!
-Θυμάμαι την κάθε χρονιά Γιάννε. Όλες μαζί και την καθεμία ξεχωριστά. Σάββατο βράδυ. Ανάσταση στην εκκλησία…
-Σ’ έρχονται εικόνες ε Χάμπο;
-Ναι Γιάννε. Μόλις σκεφτώ το Πάσχα μ’ έρχονται αράδα αυτές οι εικόνες.
-Είναι δυνατές εικόνες! Ξέρεις κάτι Χάμπο; Κι εμένα μου συμβαίνει αυτό!
-Όπου κι αν βρέθηκα, σ’ όποιο χωριό, ή πόλη, σ’ όποια εκκλησία, οι εικόνες μοιάζουνε. Ίδιες κι απαράλλαχτες!
-Είναι οι άνθρωποι. Γι’ αυτό. Αγαπημένοι άνθρωποι και ξένοι…
-Είναι οι άνθρωποι Γιάννε. Είναι το βλέμμα τους κείνες τις ώρες…Είναι τα μάτια τους που λάμπουν.
-Είναι και το “δεύτε λάβετε φως”, είναι τα κεριά που ανάβουν ένα – ένα κι όλα.
-Ναι βρε Γιάννε, σα να τα είπα γω τα είπες! Αυτό είναι. Σ’ εκείνο το φως που βγάζουν τα κεριά είναι σα να βλέπεις παντού…την ελπίδα. Αυτό είναι! Σα να βλέπεις την ελπίδα.
-Έτσι ακριβώς είναι Χάμπο. Είναι σα να βλέπεις…η μάλλον να νιώθεις σα να επιπλέει στην ατμόσφαιρα το καλό!
-Ναι Γιάννε. Έχει μιαν ατμόσφαιρα που το κακό δε χωράει κείνες τις ώρες. Νιώθεις το καλό! Από τις λίγες φορές που νιώθεις μόνο το καλό.
-Και είναι όλοι καθαροί, καλοχτενισμενο και καλοντυμενοι, ε Χάμπο;
-Ναι, βέβαια. Ο καθένας όσο καλύτερα μπορεί!
-Είναι μετά, και τα κόκκινα τ’ αυγά που βγαίνουν από τις τσέπες. Είναι το τσούγκρισμα. Κανείς δε χάνει. Είναι το έθιμο και οι ευχές. Τα βαρελότα…
-Γιάννε στο ξανά ‘πα αυτό, είσαι ποιητής τελικά!
-Είναι που φιλιέται ο κόσμος σταυρωτά και λέει “Χριστός Ανέστη” ο ένας και απαντά “Αληθώς” ο άλλος.
-Σα να λέει Γιάννε ”υπάρχει ελπίδα”…
-Και σα να απαντάει ο άλλος “αληθώς, υπάρχει ελπίδα”!