Σαρρής Ευστράτιος, φοιτητής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Όλα γύρω μας αφορούν τη γνώση και τη μάθηση, αφού ο κόσμος μας είναι δομημένος γύρω από αυτές τις βασικές έννοιες. Γνωρίζουμε τον κόσμο μας και τα πράγματα που μας περιβάλλουν, γνωρίζουμε διάφορους ανθρώπους, μαθαίνουμε συμπεριφορές, τρόπους αντιμετώπισης και επίλυσης προβλημάτων για ζητήματα που μας απασχολούν κ.α. Η επιβίωσή ολόκληρου του ανθρώπινου είδους βασίζεται πάνω στην πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη διαδικασία της μάθησης. Ο καρκίνος και κάποιες άλλες ανίατες ασθένειες θα νικηθούν μόνο αν ο άνθρωπος βρει τις θεραπείες τους, η τεχνολογία θα εξελιχθεί και θα αναβαθμιστεί μόνο όταν ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας και τον τρόπο που σκεφτόμαστε τώρα, πολλά θα αλλάξουν αν προοδεύσουμε γνωστικά, αν μάθουμε. Είναι εύκολο όμως για τον άνθρωπο να γνωρίσει επαρκώς τον κόσμο του; Ακόμη καλύτερα, είναι σε θέση ο άνθρωπος να τα μάθει όλα; Με ποιους ρυθμούς μαθαίνουμε; Έχουμε τη ικανότητα όλοι να μάθουμε; Πολλά ερωτήματα αναδύονται στοχαζόμενοι τα παραπάνω θέματα, τα σημαντικότερα όμως πρέπει να απαντηθούν.
Δύσκολες ερωτήσεις οδηγούν σε όχι τόσο εύκολες απαντήσεις. Ξεκινώντας από το βασικότερο ζήτημα πραγμάτευσης του παρόντος άρθρου, τη γνώση, που σχετίζεται με την έννοια της μάθησης, θα λέγαμε ότι επρόκειτο για μια έννοια τόσο χαοτική και αόριστη που δύσκολα θα ορίζαμε με σαφήνεια. Η χρηστική αξιοποίηση των γνώσεων που αποκτάμε από την καθημερινή πρακτική συνιστά απλώς μια επιφανειακή προσέγγιση και όχι απόλυτη κατάκτηση τους. Η κατάκτηση, όμως, αφορά στη συχνότητα της χρήσης της γνώσης, στις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες, καθώς και στον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ατόμου. Ειδικότερα, η νοητική, ψυχολογική και σωματική του κατάσταση, οι υπάρχουσες εμπειρίες και το κοινωνικό-οικονομικό του επίπεδο σίγουρα εισβάλλουν διαρκώς ως παράγοντες στην όλη διαδικασία, την καθορίζουν και έχουν τεράστιες επιδράσεις τόσο στην ίδια, όσο και στο ίδιο το άτομο ως οντότητα.
Η ικανότητα λοιπόν του ανθρώπου για μάθηση είναι έμφυτη ή επίκτητη; Είναι ασφαλώς ένας συνδυασμός και των δύο. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι το ίδιο το άτομο με την ιδιαιτερότητα της ύπαρξης του, την πολυπλοκότητά του ως έμβιο ον, αλλά και τη θέληση που έχει. Ως έλλογα όντα έχουμε τη δύναμη του πολυσχιδούς νου. Ο καθένας έχει τις δικές του ικανότητες τις οποίες καθοδηγεί με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο στη μετεξέλιξή τους. Για να υπάρξει όμως η διαδικασία της μετεξέλιξης, το σημαντικό είναι να ηγηθούμε της σκέψης μας και να προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε τον τρόπο που λειτουργεί η ίδια και τους μηχανισμούς που διαθέτει, ώστε να αναπτύξουμε και τις ανάλογες τακτικές μάθησης που θα διευκολύνουν της διαδικασία της και θα οδηγήσουν σε περισσότερα και ταχύτερα αποτελέσματα. Συνεπώς, μαθαίνουμε γνωρίζοντας πρώτα τον ίδιο μας τον εαυτό(«γνώθι σαυτόν»), διεισδύοντας στη σκέψη μας, ώστε να είμαστε σε θέση να θεμελιώσουμε την εξωτερική γνώση και να την καταστήσουμε εσωτερική. Απαιτείται ένα είδος ενδοσκόπησης γι’ αυτό, με προσοχή και συνέπεια. Σε ορισμένες ψυχικές παθήσεις, όπως η κατάθλιψη, όπου το άτομο νιώθει τα πάντα γύρω του να καταρρέουν και τη ματαίωση να το κυριεύει, ορισμένες θεραπευτικές προσεγγίσεις μοιάζουν να ναυαγούν, καθώς φαίνεται ότι δεν έχει ουσιώδη γνώση των ίδιων του των προβλημάτων. Θα ήταν δυνατόν, πάντως, μέσα από τη διαδικασία, «γνωρίζοντας τον εαυτό μου για να γνωρίσω έπειτα τον κόσμο που με περιβάλλει» να προκύψει κάτι θετικό, αφού και τα συναισθήματα που θα γεννηθούν θα είναι θετικά, έχοντας ως αποτέλεσμα την εξεύρεση του πραγματικού προβλήματος και την καίρια αντιμετώπισή του στη πηγή του.
Συνεχίζοντας, με βεβαιότητα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι δε γίνεται να κατακτήσει ο άνθρωπος την απόλυτη γνώση. Αναμφίβολα, ο άνθρωπος περιστοιχίζεται από πληθώρα γνώσεων ως εκ τούτου οφείλει να θέσει κριτήρια, ώστε να υπάρξει ένας προσανατολισμός, μια πορεία «πλεύσης». Η μάθηση, όμως, λαμβάνοντας υπόψη μια τέτοια προοπτική, «ενδύεται με έναν μανδύα χρησιμοθηρικό» και οριοθετεί τη γνώση, αποκλείοντας το άτομο από τη γνώση ενός άλλου κόσμου από αυτού που αντιλαμβάνεται. Έτσι μη υπαρκτοί περιορισμοί εμποδίζουν τη νοητική πρόοδο, έχουν ως απόρροια τη νοητική «στασιμότητα» ή ακόμη χειρότερα οδηγούν στην οπισθοδρόμηση με την πάροδο του χρόνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας κατάστασης αποτελεί η σύγχρονη παιδεία με το θεσμό των Πανελληνίων Εξετάσεων ή άλλων μορφών εξετάσεων που με βάρβαρο, καθ’ όλα νομιμοποιημένο, τρόπο επιβάλλουν την αποστήθιση και καταδικάζουν τον ελεύθερο τρόπο σκέψης, με απότοκο η παροχή της γνώσης να προσκτάται ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Τέτοιες πρακτικές δίνουν το φιλί της ζωής σε μια Παιδεία που δεν αναπνέει πλέον, που ασφυκτιεί και κάποια στιγμή θα εκπνεύσει. Ο άνθρωπος είναι αρχιτέκτονας αυτής της «κακοτεχνίας» και είναι αυτός που δύναται να τη διορθώσει.
Γνωρίζω λοιπόν τον εαυτό μου σημαίνει ότι γνωρίζω ένα άλλο σύστημα, του οποίου τα απαρτιζόμενα στοιχεία χτίζονται τόσο εν μέρει από εμάς τους ίδιους όσο και μέσα από την αλληλεπίδρασή μας με τους άλλους. Ας ανοίξουμε συνεπώς τους ορίζοντές μας, ας θελήσουμε να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας και τις εμπειρίες μας και ας αξιοποιήσουμε ότι πλουσιοπάροχα η φύση μας έχει δωρίσει…