‘-Έλα Κάκκο. Κάτσε δω. Τι χαμπάρια;
-Γεια σου Χάμπο. Τώρα να πω ζόρια, θα με πεις πως όλο γκρινιάζω.
-Ε, πες το συ και που ξέρεις;
-Έ, λοιπόν, ζόρια Χάμπο!
-Ωχ μωρέ Κάκκο, συ όλο γκρινιάζεις!
-Τι με λες βρε σασκίνη. Γω γκρινιάζω για έξω κάνει ζόρια;
-Εδώ που τα λέμε, ένα δίκιο το ‘χεις…
-Και ένα και δύο και βάλε με το νου σ’. Κάνει ζόρια!
-Ε, καλά βρε Κάκκο. Δεν είσαι μόνο συ που ζορίζεσαι.
-Κι επειδή δεν είμαι μόνος, να αλαφρώσω τώρα;
-Υπομονή Κάκκο. Υπομονή!
-Να σε πω Χάμπο; Πράγματι όλοι έχουν ζόρια. Τις προάλλες με ‘ λέγε η μάνα μ’ η κυρά Ασημένια, πως ήρθε στο σπίτι επίσκεψη μια ξαδέρφη της…
-Μπράβο τα θείας, αντέχουν ακόμα και πάνε επισκέψεις;
-Βρε αυτές αντέχουν! Η τσέπη τους δεν αντέχει!
-Έ, αυτά τα ‘ παμε Κάκκο. Τα ‘ παμε!
-Κάτσε να δεις ντε! Της λέει της μάνας μου η ξαδέρφη της η Θεγοδοσία που ήρθε σε μας επίσκεψη. Κοίτα να δεις, της λέει, Ασημένια, εμείς ξένοι δεν είμαστε. Πάρε αυτό το κουτί τα γλυκά και θα σε πω, της λέει…
-Μπράβο τη Θεγοδοσία. Μία απλή επίσκεψη κι έφερε ένα κουτί γλυκά;
-Κάτσε να δεις Χάμπο. Της λέει, μετά, η Θεγοδοσία, αυτά τα γλυκά με τα ‘φερε στη γιορτή μου τις προάλλες η ξαδέρφη μας η Φωτίκα.
-Στάσου βρε Κάκκο. Πρώτα απ’ όλα αυτά γίναν στις 30 Απριλίου, η μήπως στις 2 Φεβρουαρίου; Γιατί η Ασημίνα έχει δύο γιορτές! Και γιατί εδώ μπήκε ο Ιούλιος!
-Βρε κακιά ώρα. Ξέρω γω Χάμπο; Κάτσε να δεις τη συνέχεια.
-Α, έχει και συνέχεια!
-Έ βέβαια. Η Φωτίκα, ρωτάω τώρα γω, τα γλυκά, έστω το Φεβρουάριο, τα αγόρασε, η μήπως τις τα ‘φεραν στη γιορτή της;
-Κοίτα να δεις Κάκκο. Γυρίσαμε στο 1960! Τότε, πάλι φτώχια καταραμένη, τα γλυκά πήγαιναν πόρτα – πόρτα στις επισκέψεις. Φουρφούρια κάναν τα κουτιά με τα γλυκά. Από επίσκεψη σε επίσκεψη! Από σπίτι σε σπίτι.
-Μάνα – μάνα Χάμπο τι πάθαμε;
– Βρε σπρώξ’ τα παραπέρα να χεις το κεφάλι σου ήσυχο!
-Κάτσε να δεις Χάμπο. Τέτοιο κακό εγώ δεν κάνω σ’ άλλον! Θα σε πω γιατί. Τα γλυκά, που λες, είχαν μιαν ωραία κορδέλα, φρέσκια – φρέσκια…
-Δε λέει τίποτα αυτό Χάμπο. Το κόλπο είν’ παλιό. Αλλάζαμε και το ‘60 τις κορδέλες! Το χαρτί θα βλέπεις. Αν είν’ ταλαιπωρημένο!
-Αμ το χαρτί περιτυλίγματος είδα και…
-Ε, τι με το χαρτί;
-Το χαρτί Χάμπο έγραφε, ζαχαροπλαστείο Βαρσάμη!
– Μη με πεις Κάκκο. Έγραφε φίρμα “Βαρσάμης”; Ο Βαρσάμης Κάκκο πάει δύο χρόνια που έκλεισε το μαγαζί! Λόγω κρίσης!
-Μάνα – μάνα τι θα παθαίναμε!
-Μητε που να τ’ ακουμπήσεις τα γλυκά Κάκκο! Μήτε που να τ’ ακουμπήσεις!