Ο Ιωακείμ Λιούλιας είναι μια ηρωική προσωπικότητα της νεότερης ιστορίας της πατρίδας μας, που πορεύθηκε αγέρωχα στη ζωή και στο θάνατο. Γεννήθηκε το 1919 στο χωριό κρόκος. Ο πατέρας ήταν δάσκαλος που υπηρέτησε σε διάφορα χωριά της Μακεδονίας.
Έπειτα έγινε παπάς και ήρθε στον Kρόκο. Έτσι ο γιός του έζησε από μικρός στην ιερή ατμόσφαιρα της εκκλησίας και του σχολείου. Γι’ αυτό από νωρίς γεννήθηκε μέσα του η επιθυμία, να σπουδάσει τα ιερά γράμματα και να μπει στη δούλεψη του Χριστού. Μόλις τελείωσε το γυμνάσιο έφυγε στην Κων/πολη. Εκεί, γράφτηκε στη θεολογική σχολή Χάλκης. Μέσα στο ιερό περιβάλλον της ιστορικής αυτής σχολής του Πατριαρχείου, ο Ιωακείμ Λιούλιας θέρμαινε πιο πολύ τη φλόγα της ψυχής του για την ολοκληρωτική αφιέρωση.
Όταν πήρε το πτυχίο του, αριστούχος μάλιστα, γύρισε στην πατρίδα του, όπου διορίστηκε ιεροκήρυκας στην ιερά Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης. Από τις πρώτες ημέρες φάνηκε η ζωντανή πίστη του. Τρέχοντας σε πόλεις και χωριά για να κηρύξει το λόγο του Θεού στους Μακεδόνες συμπατριώτες του.
Στη συνέχεια, κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα ως έφεδρος ανθυπολοχαγός πεζικού. Όταν απολύθηκε, πήρε τη μεγάλη απόφαση να γίνει κληρικός και χειροτονήθηκε διάκονος.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1939 πήρε μετάθεση στην Αθήνα. Τον τοποθέτησαν προϊστάμενο στον ναό του Αγίου Γεωργίου νέας Κοκκινιά. Εκεί πήρε το βαθμό του πρεσβύτερου και τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη. Δεν έμεινε για πολύ εκεί, γιατί όταν άρχισε η επίθεση των Ιταλών εναντίον της χώρας μας, ο Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ, άφησε την ήσυχη ζωή της Αθήνας και βρέθηκε στις πρώτες γραμμές των πολεμικών επιχειρήσεων. Ως στρατιωτικός ιερέας με το βαθμό του Λοχαγού, υπηρέτησε στη 15η μεραρχία πεζικού. Με κίνδυνο τη ζωή του έτρεχε κοντά στους στρατιώτες που πολεμούσαν με αυτοθυσία τον ξένο επιδρομέα. Σ’ ένα γράμμα του από το μέτωπο έγραφε: ‘’είναι μεγάλο πράγμα και ενίσχυση για μας, τους αγωνισαμένους στις πρώτες γραμμές του πυρός στις χιονισμένες βουνοκορφές των αγρίων Αλβανικών βουνών και να αισθανόμαστε στη λόγχη μας, την πνοή ολόκληρου του έθνους.
Όταν όμως οι σιδερόφραχτες Γερμανικές στρατιές έσπασαν την ηρωική αντίσταση των γενναίων υπερασπιστών της πατρίδας μας, οι κατακτητές πλημμύρισαν την Ελλάδα και έτσι άρχισε η περίοδο της κατοχής. Ο Ιωακείμ Λιούλιας έμεινε στις ακριτικές περιοχές, πρώτα; Σαν Ιεροκήρυκας στην Μητρόπολη των Γρεβενών και έπειτα στην Κοζάνη. Τότε εκδηλώθηκε όλη η δημιουργική δραστηριότητά του. Με το κήρυγμα, την εξομολόγηση, την φιλανθρωπία συμπαραστάθηκε ενεργά στις δύσκολες ώρες των Ελλήνων. Για να βοηθήσει το λαό, εντάχθηκε στην οργάνωση της ‘’χριστιανικής αλληλεγγύης’’ και πολλοί κάτοικοι της πόλης και της περιοχής σώθηκαν από το θάνατο, τις φυλακές και τα βασανιστήρια, χάριν στις δικές του φροντίδες και ενέργειες. Δυνατός και αποφασιστικός, αντιμετώπιζε τις δυσκολίες και τα εμπόδια με ψυχραιμία και αισιοδοξία. Δεν τον φόβιζε ο κίνδυνος και ο θάνατος. Έγραφε σ’ ένα γράμμα του: ” Μη μας τρομάζει ο θάνατος. Υπάρχει πολλές φορές ζωή στο θάνατο και θάνατος στη ζωή”.
Τι σημασία έχει η ζωή μπροστά στην πρόοδο και το καλό του συνόλου; με τέτοια ηρωική διάθεση αγωνιζόταν τα χρόνια της κατοχής. Έτσι εμψύχωνε και ενθάρρυνε το λαό και δούλευε για τη λευτεριά της σκλαβωμένης Ελλάδας. Ερχόταν σε επικοινωνία με καπετάνιους της εθνικής αντίστασης και διευκόλυνε το έργο τους. Συχνά τους πληροφορούσε για τις κινήσεις των κατακτητών αλλά οι Γερμανοί δεν άργησαν να το μάθουν. Και τότε ο Μητροπολίτης που κι αυτός είχε μυηθεί στην εθνική αντίσταση, εγκατέλειψε τη Μητρόπολη και βγήκε στα βουνά που υπήρχαν ένοπλα τμήματα της εθνικής αντίστασης. Τον παρότρυναν να φύγει και εκείνος αλλά αυτός δεν ήθελε να αφήσει το ποίμνιό του απροστάτευτο, παρέμεινε καίτοι γνώριζε τους πολλαπλούς κινδύνους που τον απειλούσαν. Κι αυτό δεν άργησε να έλθει. Ήταν η 5η Μάιου 1943, όρμησαν οι Γερμανοί μέσα την ώρα που κοιμόταν. Τον σήκωσαν με τις κλωτσιές και δεν τον άφησαν να ντυθεί. Τον μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου είχαν κλείσει και άλλους συμπατριώτες του. Τους κτυπούσαν και τους βασάνιζαν. Έπειτα από δυο ημέρες τον μετέφεραν στις γερμανικές φυλακές Θες/νίκης 501. Εκεί του έκαναν εξαντλητική ανάκριση για να του αποσπάσουν μυστικά της εθνικής αντίστασης, τον κακοποιούσαν πολλές ημέρες συνέχεια;. τον άφηναν νηστικό και όταν ζητούσε νερό του έδιναν κάποιο υγρό που τον έκανε να διψάει πιο πολύ. Παρόλες τις ταλαιπωρίες και τα μαρτύρια ο Πατέρας Ιωακείμ αρνήθηκε επίμονα να φανερώσει αυτά που ζητούσαν οι εχθροί της Ελλάδας.
Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Τρίκκης και Στάγων Διονύσιος Χαραλάμπους που ήταν κι αυτός στις ίδιες φυλακές, στο βιβλίο “μάρτυρες” που είναι ένα πικρό ημερολόγιο από τα χρόνια της κατοχής, γράφει για τον Ιωακείμ Λιούλια. Τα μαρτύριά του στην ώρα της ανάκρισης που κράτησε 2 ½ ώρες ήταν εφιαλτικά. Όταν τον αντίκρισαν οι συγκρατούμενοί του ήταν παραμορφωμένος από το ξύλο, χωρίς ράσο και αντερί. Όταν τους έβγαζαν στην αυλή, εκείνος που τραβούσε περισσότερο την προσοχή ήταν ο Πατέρας Ιωακείμ. Περπατούσε καμαρωτός, πάντα με ψηλά το κεφάλι, γεμάτο κατάμαυρα σγουρά μαλλιά. Στην όψη του ήταν απλωμένη η χριστιανική ηρεμία και γαλήνη. Κι όλο σιγόψελνε όμορφα και κατανυκτικά.
Κάποιος άλλος που ήταν μαζί του στη φυλακή έλεγε ότι ο Πατήρ Ιωακείμ ήταν κληρικός από τους σπάνιους. Όλες τις ώρες που έμεινε εκεί, έψελνε και προσευχόταν με ευλάβεια.
Είχε βαθιά πίστη κι αυτό, τον έκανε να μη χάσει το θάρρος του ως την τελευταία στιγμή. Όλοι τον θαύμαζαν. Όταν μια μέρα ο Γερμανός φρουρός τον πείραξε περιφρονητικά για τον κλήρο αυτός με αξιοθαύμαστο θάρρος απάντησε. Είμαι έλληνας παπάς και θα πεθάνω για τη θρησκεία και την Ελλάδα. Δεν υπολόγιζε τον κίνδυνο, στο νου του ερχόταν οι λόγοι του Αρχηγού των μαρτύρων. ‘’Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι τον στέφανο της ζωής”.
Τον πήραν από τη φυλακή μαζί, με άλλους πενήντα στρατιώτες και όταν τους ντουφέκισαν ο Ιωακείμ ζητωκραύγασε για την Πατρίδα.
Ήταν 3η Ιουλίου 1943.
Και συνεχίζει στους “Μάρτυρες” ο αείμνηστος Μητροπολίτης Τρίκκης: “τον κλαίω και τον θαυμάζω συγχρόνως”.
Η εκκλησία μας έχασε ένα καλό στρατιώτη και το έθνος ένα πατριώτη, με αλόγιστο εθνικό φρόνημα. Ο αείμνηστος Ιωακείμ Λιούλιας δεν πέθανε, ζει μέσα στις καρδιές μας για να παραδειγματίζει τις νεότερες γενιές και να τις υποδεικνύει το δρόμο του χρέους, του καθήκοντος και της θυσίας.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ