«Ἀ ρα πιδίμ’, ἰχτὲ εἶδα ὅλα τὰ καλά. Ἔχουμι κι τοὺ βάσανου μιτιαὐτόν, πῶς τοὺν λέν, τοὺν κουρουνουϊό, ἀλλὰ ἅμα σὶ θυμοῦντι κι ἀνθρῶπ’ ἀποὺ χρόνια, συγκινέσι. Μὶ τηλιφώντσι ἀπ’ λὲς ἡ Χιλλέας ἀπ’ τ’Σαλουνίκ’ ὕστιρα ἀπ’ τοὺ γιόμα. Αὐτὸς εἶνι ἀποὺ ἕνα χουργιὸ ὄξου ἀπ’ τὰ Καϊλιάργια. Ἦταν μπρατμὸς κι ἴσια μὶ τοὺν θκόμας τοὺν Βασίλ’ φόντας σπούδαζαν κάναν κιρὸ στ’Σαλουνίκ’.
Ἅμα μᾶς ἔφυγι ἡ Βασίλτς τοὺν Παχνιστῆ τ’1990, τοὺν Γινάρ’ τ’1991 ἰγὼ εἶχα γκαβουθῆ ντὶπ γιὰ ντίπ. Συννουήθκαμι μὶ τοὺν Χιλλέα ἁπ’ ἦταν στοὺ Ἱππουκράτειου κουντὰ σὶ ἕναν γιρὸ γιατρό. Τοὺν ἴλιγαν Τραϊαννίδη, ἀπ’ τ’Φλώρινα κι πήγαμι ἰκεῖ. Μ’ἔκαναν τν ἰγχείρησ’ στοὺ μάτ’ κι ἀρχίντσα νὰ γλέπου. Ἤμασταν ἰτότι μαζὶ κι μὶ τ’Ρίζου τ’Δημήτη ‘νκουνιάδα ἀπ’ τ’Φλώρινα. Δὲν μᾶς πῆραν οὔτι δραχμὴ παράδις. Ὕστιρα μ’ἰγχείρσαν κι στἄλλου κι ἔφτασα νἄχου μάτχια ὥς τὰ τώρα.
Εἴπαμι πουλλὰ μὶ τοὺν Χιλλέα. Θυμήθκι ὅτ’ ἔπλιγα μνιὰ μιρακλήθκι ζακέτα ἀμάνικι γιὰ τοὺν Βασίλη τοὺν θκόμας κι ἀφοῦ μᾶς ἔφυγι τνἔδουσα σιαὐτὸν ἀ κι τνἔχει ἀκόμα, ἰδῶ κι τριάντα χρόνια. Τὶ νὰ σὶ πῶ, χάρκα πολὺ μὶ τοὺ πιδὶ αὐτόϊας κι ἡ Θιὸς νὰ τοὺν ἔχ’ καλὰ κι αὐτὸν κι τν οἰκουγένειατ’».
Τοὔχαμι κιρὸ γραμμένου, ἀλλὰ τοὺ στέλλουμι
καρτιροῦντα ‘νἈπουκριά, Παρασκιβὴ 12μάρτ’2021
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
κι ἡ γιός τς ἀρνιμα.