Στα τόσα χρόνια που αρθρογραφώ, πρωταρχική μου πρόθεση υπήρξε πάντοτε η ενημέρωση των συμπολιτών μου, με ακρίβεια και απόλυτη ειλικρίνεια. Τόσο για τις πληροφορίες που παραθέτω, όσο και για την προσωπική μου άποψη. Ποτέ δεν με ενδιέφερε να εξάγω «ωραία λόγια», πολιτικαντισμούς ή δημαγωγικούς λίβελους, ποτέ μου δεν έκανα «πολιτική» μέσω των άρθρων μου και φυσικά ποτέ δεν διανοήθηκα να μην αναφέρω απολύτως αληθή στοιχεία, στην λεπτομέρειά τους. Υπό το παραπάνω πρίσμα παραθέτω την πραγματική κατάσταση της ΔΕΗ σήμερα, χωρίς «αμβλείες γωνίες», ωραιοποιήσεις ή καταστροφολογικούς εντυπωσιασμούς.
Σύμφωνα με τα οικονομικά αποτελέσματα που ανακοίνωσε φέτος η ΔΕΗ, τα έσοδά της από λειτουργικές δραστηριότητες είναι τα χειρότερα της τελευταία δεκαετίας προσεγγίζοντας τα 175 εκατ. ευρώ, ενώ το καθαρό χρέος της Επιχείρησης είναι περίπου 9 φορές μεγαλύτερο. Ακόμα και τα έσοδα των τελευταίων ετών είναι κατ’ ουσία πλασματικά, καθώς προέρχονται κατά πλειοψηφία από την πώληση του ΑΔΜΗΕ αλλά και τον καθαρό δανεισμό της Επιχείρησης. Με απλά λόγια, αν η ΔΕΗ δεν λάμβανε τα έσοδα από την πώληση του ΑΔΜΗΕ και δανείων, σήμερα θα ήταν άκρως ζημιογόνα με ένα τεράστιο χρέος που αδυνατεί να αποπληρώσει. Ενώ τα καταγεγραμμένα στοιχεία έδειξαν ότι η Επιχείρηση λειτουργεί με οριακή ή ακόμη και με αρνητική κερδοφορία σχεδόν σε όλες τις ανταγωνιστικές δραστηριότητες. Η ελάχιστη κερδοφορία της προέρχεται αποκλειστικά από τα κέρδη του ΔΕΔΔΗΕ, αλλά και από την κλειστή αγορά των μη διασυνδεδεμένων νησιών. Παράλληλα από την αρχή του έτους η μετοχή της ΔΕΗ έχει απολέσει περίπου το 30% της αξίας της, ενώ δέχεται επιθέσεις από οίκους αξιολόγησης και funds που καθιστούν ακόμα χειρότερη τη χρηματιστηριακή αλλά και επενδυτική προοπτική της.
Ταυτόχρονα ακόμα πιο «μαύρη» είναι η εικόνα, σχετικά με τον δανεισμό της Επιχείρησης. Εντός του επόμενου έτους λήγει δάνειο ύψους 1,3 δις ευρώ και ομόλογο αξίας 500 εκατ. ευρώ. Οι τράπεζες προκειμένου να αναλάβουν την αναχρηματοδότηση του δανείου αλλά και μέρους του ομολόγου, ζητούν πλέον επιπρόσθετες δεσμεύσεις μελλοντικών εσόδων και ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων. Στις επίμαχες διαπραγματεύσεις που εξελίσσονται εδώ και μήνες, οι τράπεζες μεταξύ άλλων ζητούν το σύνολο των εσόδων που θα προέρθουν από την πώληση των λιγνιτικών μονάδων Μεγαλόπολης και Μελίτης, καθώς και τα επιπλέον έσοδα που θα προέρθουν από την είσπραξη ανεξόφλητων οφειλών. Συγκεκριμένα, μόνο για φέτος η ΔΕΗ σχεδίαζε την είσπραξη 50 εκατ. ευρώ ανεξόφλητων οφειλών, ενώ σύμφωνα με τον πρόεδρο της Επιχείρησης ο στόχος πρόκειται να υπερκαλυφθεί, φθάνοντας τα 150 εκατ. ευρώ. Οι τράπεζες λοιπόν διεκδικούν να εισπράξουν το σύνολο των 150 εκατ. ευρώ και μάλιστα προκαταβολικά(!), ανεξαρτήτως από το εάν πράγματι η ΔΕΗ καταφέρει να βάλει στα ταμεία της αυτό το ποσό.
Τέλος το ίδιο ζοφερή είναι και η προοπτική πώλησης του 40% των λιγνιτικών μονάδων της Επιχείρησης. Καθώς προς το παρόν δεν διαφαίνονται επενδυτές που διατίθενται να προσφέρουν στη ΔΕΗ τα οικονομικά ανταλλάγματα που προσδοκά, ενώ μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα αποτυχίας του διαγωνισμού. Ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, οι νεοσύστατες εταιρείες στις οποίες αποδόθηκαν οι λιγνιτικές μονάδες σύμφωνα με το πρόσφατο νομοσχέδιο, δεν θα επιστραφούν στην Επιχείρηση αλλά θα παραμείνουν ξεχωριστά πάγια. Ενώ είναι η ισχυρότατη η πιθανότητα να επαναληφθεί ο διαγωνισμός με επιπλέον «προικοδότηση» των εν λόγω εταιρειών με υδροηλεκτρικές μονάδες, προκειμένου να ολοκληρωθεί η παραχώρηση και να έχει οικονομικό νόημα για τους υποψήφιους αγοραστές. Οπότε η πώληση κερδοφόρων υδροηλεκτρικών μονάδων ως «πακέτο» με τις λιγνιτικές, είναι το επόμενο (και το πλέον πιθανό…) σενάριο, σε περίπτωση που δεν ολοκληρωθεί η πώληση του 40% σύμφωνα με το προσφάτως ψηφισθέν νομοσχέδιο.
Όπως αποδεικνύουν τα παραπάνω στοιχεία, η οικονομική προοπτική της ΔΕΗ είναι δραματική. Τα χρέη της επιχείρησης έχουν πλέον ξεπεράσει κάθε όριο, τα λειτουργικά της έσοδα είναι δραματικά χαμηλά σε σύγκριση με τα έξοδα, ενώ όλα τα πιθανά μελλοντικά της έσοδα είναι ήδη υποθηκευμένα και δεσμευμένα. Η κατάντια της μεγαλύτερης βιομηχανίας της χώρας δεν είναι τυχαία, καθώς πέρα από την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών οφείλεται και σε έναν ακόμα λόγο::: Στο γεγονός ότι η πλειοψηφία τόσο του πολιτικού συστήματος, όσο και των διαχρονικών διοικήσεων και των διαφόρων «εργατοπατέρων», δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την οικονομική ανάπτυξη της Επιχείρησης, παρά μόνο για το βόλεμα όσο το δυνατόν περισσότερων «ημετέρων» και το μέγιστο δυνατό οικονομικό «άρμεγμα» της εταιρείας για ίδιον όφελος. Αφού λοιπόν κατέστρεψαν ή άφησαν την Επιχείρηση να καταστραφεί, εύχομαι αυτές τις ύστατες ώρες τουλάχιστον να μιλήσουν την γλώσσα της αλήθειας στους απλούς εργαζόμενους και την τοπική κοινωνία. Έτσι και αλλιώς, δεν είναι σε θέση να πράξουν πολλά περισσότερα πια…