Πενήντα χρόνια πέρασαν από την τουρκική θηριωδία στην Κύπρο και από ότι φαίνεται ο χρόνος κυλάει υπέρ του θύτη και το θράσος του εισβολέα δικαιώνεται από τον συσχετισμό συμφερόντων, ενώ η λεγόμενη διεθνής κοινότητα απαθέστατη δείχνει επιλεκτική μνήμη και ευαισθησία.
Επιπλέον υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα, αυτό των αγνοουμένων, το οποίο εκτός από την ηθική του διάσταση έχει σαφώς και την πολιτική. Πενήντα χρόνια από την τουρκική εισβολή και ακόμη ταυτοποιούνται τα ηρωικά οστά όσων θυσιάστηκαν. Και μπορεί ο ανθρώπινος νόμος να μην επιδίκασε ακόμη τα νόμιμα, ο πνευματικός όμως νόμος άνοιξε το πρώτο του κεφάλαιο. Τα οστά και ομαδικοί τάφοι βοούν.
Τα στόματα και οι συνειδήσεις πολλών δολοφόνων λίγο πριν πεθάνουν άνοιξαν και υπέδειξαν κρυφούς και μυστικούς ομαδικούς τάφους και έτσι Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι αναγνωρίσθηκαν και αποδίδονται έστω και τώρα ύστερα από πενήντα χρόνια οι δέουσες τιμές.
Παρακολουθώ για πολλούς λόγους και για πολλά χρόνια το ζήτημα των αγνοουμένων συμπατριωτών μας μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974. Μεταξύ των άλλων γιατί συνδέομαι με αγνοούμενο του 1974, ο οποίος δεν έχει ταυτοποιηθεί ακόμη, γιατί η γιαγιά μου το 1922 είχε και αυτή αγνοούμενη (από τον ίδιο ατιμώρητο θύτη) την αδελφή της η οποία δυστυχώς δεν βρέθηκε ποτέ, γιατί το ζήτημα των αγνοουμένων της Κύπρου συνιστά τον τύπο και την ουσία της εισβολής και της κατοχής που συνεχίζονται για μισό αιώνα.
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και η κατοχή, έχουν προκαλέσει οδυνηρά τραύματα στους επιζώντες, γνωρίζοντας ότι οι συγγενείς τους, τα αγαπημένα τους πρόσωπα, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και φυλακές, τόσο στα κατεχόμενα, όσο και στην Τουρκία. Κάποιοι από αυτούς απελευθερώθηκαν, κάποιοι άλλοι, όμως, δεν επέστρεψαν ποτέ.
Υποδεικνύεται, λοιπόν, διάπραξη αδικήματος από την Τουρκία, τόσο εις βάρος των αγνοουμένων, όσο και εις βάρος των συγγενών τους, οι οποίοι είναι όμηροι για δεκαετίες λόγω της απώλειας και επειδή ακόμα και πενήντα χρόνια μετά το έγκλημα δεν μπορούν να κηδέψουν οστά των προσφιλών τους προσώπων. Πολύ σημαντικές, για προφανείς λόγους, για το ζήτημα των αγνοουμένων είναι οι Εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επί των Προσφυγών της Κύπρου κατά της Τουρκίας, όπου γίνονται αναφορές για πολλές περιπτώσεις αγνοουμένων. Μεταξύ των άλλων του Νίκου Αλεξάνδρου, ο οποίος ήταν πατέρας τριών παιδιών του Παναγιώτη Χριστοφόρου, πατέρας τριών παιδιών, του δεκατετράχρονου Ανδρέα Γερμανού, ο οποίος συνελήφθη στις 2 Αυγούστου 1974 από Τούρκους αξιωματικούς, του Κωστάκη Γεωργίου, ο οποίος συνελήφθη στις 14 Αυγούστου 1974 από τους Τούρκους εισβολείς, του Μηνά Ιωάννου, πατέρα δύο παιδιών, ο οποίος συνελήφθη τον Ιούλιο του 1974 και, όπως πολλοί άλλοι αγνοούμενοι, εθεάθη στις φυλακές των Αδάνων στην Τουρκία.
Το 1999, η υπόθεση παραπέμφθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπου τα αποδεικτικά στοιχεία ανέδειξαν ότι οι αγνοούμενοι είτε είχαν τεθεί υπό κράτηση, είτε ήταν υπό την αρχή και την ευθύνη του τουρκικού στρατού ή της πολιτοφυλακής του, ή και παραστρατιωτικών ομάδων. Για τελευταία φορά, οι αγνοούμενοι εθεάθησαν σε περιοχές που τελούσαν υπό τον έλεγχο της Τουρκίας, ενώ επιπλέον, υποστηρίχθηκε ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να συνεχίσει την υπόθεση, εφόσον υπήρχε βάσιμη υπόνοια ότι οι αγνοούμενοι ήταν ακόμη ζωντανοί, εκτός εάν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία για το αντίθετο.
Οι συγγενείς των αγνοούμενων υποστήριξαν ότι η Τουρκία έχει παραβιάσει το Άρθρο 2, περί προστασίας του δικαιώματος στη ζωή, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κάτι που το Δικαστήριο έκρινε ως αποδεκτό, αφού όπως ανέφερε η κατοχική δύναμη παραβιάζει συνεχόμενα το Άρθρο 2, διότι δεν έχει πραγματοποιήσει καμία έρευνα και δεν έχει δώσει πληροφορίες για τους αγνοούμενους, των οποίων το δικαίωμα στη ζωή διακυβεύεται. Επιπλέον κρίθηκε ότι υπήρξε παραβίαση και του Άρθρου 5, περί δικαιώματος στην ελευθερία και στην ασφάλεια, καθώς δεν έχει ξεκινήσει καμία έρευνα, ούτε έχει δοθεί κάποιο στοιχείο από τις τουρκικές αρχές για την κράτηση και την εξαφάνιση των αγνοουμένων. Σχετικά με τους συγγενείς, το Δικαστήριο απεφάνθη πως τελείται διαρκής παραβίαση του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων των Ανθρώπων, περί απαγόρευσης απάνθρωπης μεταχείρισης, λόγω της ψυχικής οδύνης που υφίστανται λόγω της άρνησης της Τουρκίας να χορηγήσει πληροφορίες και να ερευνήσει τις υποθέσεις. Τα παραπάνω αναφέρθηκαν και σε άλλες προσφυγές που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια (Ανδρέα Βαρνάβα, Ανδρέα Λοϊζίδη, Φίλιππου Κωνσταντίνου, Δημήτρη Θεοχαρίδη, Πανίκο Χαραλάμπους, Ελευθερίου Θωμά, Σάββα Χατζηπαντελή, Σάββα Αποστολίδη, Λεοντή Δημητρίου Σάρμα ).
Το θέμα των αγνοουμένων εκτός από το συνεχιζόμενο, διαρκές, επώδυνο τραύμα που έχει επιφέρει στους συγγενείς, αποτελεί ένα διαρκές έγκλημα, όπως αναφέρει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, γεγονός που επιτρέπει και την προσφυγή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης. Να σημειωθεί πως το Δικαστήριο μπορεί να αναλάβει την εν λόγω υπόθεση, παρόλο που η Τουρκία δεν έχει κυρώσει το Καταστατικό του, διότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν στα εδάφη της Κύπρου, η οποία έχει κυρώσει το Καταστατικό. Μάλιστα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επεσήμανε πως η εκταφή ενός αγνοούμενου δε σημαίνει πως η διερεύνηση σταματά εκεί, καθώς απαιτείται και η δίωξη των υπευθύνων και η υπεράσπιση του νομίμου δικαιώματος των συγγενών των αγνοουμένων να μάθουν τι απέγιναν οι άνθρωποί τους, οι άνθρωποί μας, οι συνάνθρωποί μας.
Πενήντα χρόνια μετά την εισβολή, οφείλουμε στους εναπομείναντες αγνοούμενούς μας να βρεθούν και να τους αποδοθούν οι δέουσες τιμές και στους θύτες να καταδικασθούν για τις πράξεις και να τους αποδοθούν οι δέουσες τιμωρίες!
Y.Γ. Η συνέντευξη του Θεοφάνη Μαλκίδη στο ραδιοφωνικό σταθμό της Ιεράς Μητρόπολης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας και στην εκπομπή του Παύλου Κυριακίδη «Επί της Ουσίας» , στον παρακάτω σύνδεσμο.